Γράφει η Σοφία Σιγάλα,
Αν κάποιος μπορούσε να σκεφτεί τη σημειολογία που έχει μια κρίση οποιουδήποτε είδους σε μια κοινωνία, ιστορικά, ηθικά, σαν θέμα αρχών και συμπεριφοράς ή αντιδράσεων, θα μπορούσε να παρατηρήσει την μορφή που παίρνει η δυναμική των ανθρώπων από δύο πόλους. Η μία σύμφωνα με την ιδιότητά τους και η άλλη ανάλογα τον χαρακτήρα τους ή την κοινωνική τους θέση. Και είναι πράγματι περίεργο το γεγονός πως η σταθερά που αναπτύσσεται είναι σχεδόν πάντα ίδια. Θυμίζει τα έργα της κλασσικής λογοτεχνίας, που έχουν πάντα μια αξία σταθερή στο πέρασμα του χρόνου, όμοια αντιστοίχιση και ένα πεπερασμένο μέτρο αξιολόγησης των ανθρώπινων αντιδράσεων.

Η Πανούκλα του Αλμπέρ Καμύ έχει τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου μυθιστορήματος που γράφτηκε για να καταγράψει φανταστικά, αλλά και δοκιμιακά όσα παρατηρεί δια ζώσης ένας συγγραφέας, αλλά όποιος ξεκινήσει την ανάγνωση, θα συνειδητοποιήσει πως είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε τη δεκαετία του 40’.
Σε μια όμορφη πόλη της Αλγερίας, το Οράν, ένας γιατρός συναντάει ένα ποντίκι και του κάνει εντύπωση πώς συνέβη αυτό σε μια πόλη περιποιημένη και καθαρή. Σε μικρό χρονικό διάστημα, χιλιάδες ποντίκια θα γεμίσουν τους δρόμους της πόλης, ενώ αρκετοί άνθρωποι θα έχουν συμπτώματα της πιο παλιάς επιδημικής ασθένειας, της πανούκλας. Η αρχή του τόπου, προκειμένου να προφυλάξει τους κατοίκους και να μειώσει την εξάπλωση, αποφασίζει να μεταφέρει τις οικογένειες όσων νόσησαν και πέθαναν σε ένα στάδιο, απαγορεύει κάθε μέσο συγκοινωνίας με τον έξω κόσμο, και επιτρέπει τηλεγραφήματα μόνο δέκα λέξεων.
Οι άνθρωποι, απομονωμένοι και αποκλεισμένοι από οτιδήποτε έχει σχέση με την εξέλιξη της ζωής, μακριά από τους αγαπημένους τους ανθρώπους, νιώθουν εξόριστοι ή φυλακισμένοι μέσα στην πραγματικότητα, μέσα στην ίδια τους την υπόσταση. Έτσι, αναπτύσσουν διαφορετικές συμπεριφορές από τις γνωστές μέχρι πρότινος, και οι σκέψεις τους καθορίζουν τις αντιδράσεις με μία πρωτόγνωρη για τα δεδομένα μορφή. Γράφουν γράμματα και γεμίζουν με λέξεις και συναισθήματα, κόλλες χαρτιών, με την αβεβαιότητα της αποστολής τους, ενώ οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος συμπεριφέρονται κάτω από την πίεση του θανάτου και της απομόνωσης με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, αναλόγως πάντα της ιδιοσυγκρασίας και των περιστάσεων.
Ο γιατρός προσπαθεί με αυταπάρνηση να σώσει όσους περισσότερους μπορεί, χωρίς να τα καταφέρνει, ένας εθελοντής προσπαθεί να οργανώσει όσο καλύτερα μπορεί τις υγειονομικές υπηρεσίες -είναι μια προσωπικότητα συμπαθής, σιωπηλός, με μια σοφία εμπειρική, που πολεμάει τους εφιάλτες του σθεναρά και στωικά- ένας δημοσιογράφος που ξέμεινε μέσα στην πόλη και, παρά τις προσπάθειες που κάνει να φύγει δεν τα καταφέρνει, δέχεται την κατάσταση που τόσον καιρό νόμιζε πως μπορεί να αποφύγει και βοηθάει στην αντιμετώπιση της κρίσης. Υπάρχει και ένας κρατικός υπάλληλος που δοκιμάζεται καθημερινά, καταγράφοντας θανάτους και ζώντας εκ των έσω τις απώλειες της ανθρώπινης ζωής, αλλά το βράδυ προσπαθεί να γράψει ένα αισθηματικό μυθιστόρημα, ένας ιερέας που αφήνει τις ενασχολήσεις του με το Θείο και φωνάζει για τις αμαρτίες που έφεραν την πόλη σε αυτήν την κατάσταση -πιστεύει πως οι αμαρτωλοί όλοι θα πεθάνουν, ενώ όσοι έκαναν ζωή ενάρετη δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα- και ένα φυγόδικος που, όντας περιθωριοποιημένος και επιφυλακτικός, βλέπει την καινούρια κατάσταση ως ευκαιρία για να ζήσει μια δεύτερη ζωή, κοινωνική, κοντά σε ανθρώπους, απελεύθερη.

…ήταν το αίσθημα της εξορίας αυτό το κενό που είχαμε μέσα μας, αυτή η ειδική συγκίνηση, ο παράλογος πόθος να ξαναγυρίζεις στα παλιά ή να επισπεύδεις το χρόνο, αυτά τα πύρινα βέλη της μνήμης …. και τότε βλέπαμε πως ο χωρισμός ήταν προορισμένος να διαρκέσει κι έπρεπε να συμφιλιωθούμε με το χρόνο. Ξαναβρισκόμαστε έτσι στη θέση των φυλακισμένων, καταφεύγαμε στο παρελθόν, κι αν κάποιοι από μας έμπαιναν στον πειρασμό να ζήσουν στο μέλλον, δεν αργούσαν να προσγειωθούν απότομα, κουβαλώντας όλες τις πληγές που σε φορτώνει η φαντασία όταν την εμπιστεύεσαι…
Ο Καμύ έζησε τη φρίκη του πολέμου. Τον φασισμό, τα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου, τον όλεθρο και την καταστροφή ανθρώπινων ζωών και τη σκληρή και άτεγκτη κατακτητική συμπεριφορά. Μέσα από την Πανούκλα, προσπαθεί να στείλει ένα μήνυμα που αφορά τον κύκλο της ζωής και το αέναο της επανάληψής της. Οι ήρωες βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα μέλλον που γνωρίζουν, σκαιό, δύσβατο, επίπονο και ο θάνατος φαντάζει μια καθημερινή κατάσταση, μια πίστωση χρόνου, κάτι το απευκταίο. Αντιτάσσει την ισότητα απέναντί του όλων των ανθρώπων και καλεί σε μια σχέση αλληλεγγύης, ηθικής ανάτασης, αισιοδοξίας για το ανθρώπινο είδος, με την προϋπόθεση πως θα κατανοήσουν τη ματαιότητα κάθε συμπεριφοράς ωφελιμιστικής, τυχοδιωκτικής και πράξης εγωπάθειας. Η μορφή εξορίας και αποχωρισμού είναι ένα μάθημα ζωής που από αυτό θα έπρεπε όλοι να συνειδητοποιήσουν τον προορισμό μιας εναλλακτικής ανθρώπινης φύσης. Αυτή της ανθρωπιάς, της αγάπης, της συμπαράστασης και της κοινής πορείας.
Μέσα στο ωραίο κι απαλό φως που ξεχύνονταν πάνω από την πόλη, έπλεαν οι παμπάλαιες μυρωδιές, κρέας ψητό και ποτά με γλυκάνισο. Γύρω του πρόσωπα εκστατικά σηκώνονταν να κοιτάξουν προς τον ουρανό. Άνδρες και γυναίκες αρπάζονταν ο ένας τον άλλο, με πρόσωπα φλογισμένα, με κραυγές πόθου. Ναι, η πανούκλα είχε τελειώσει, και μαζί της ο τρόμος, και τα σφιχτοπλεγμένα χέρια βεβαίωναν ότι κάποτε είχε υπάρξει στ’ αλήθεια εξορία και χωρισμός, με τη βαθύτερη έννοια του όρου… κι ανάμεσα στις εκατόμβες των νεκρών, τις σειρήνες των ασθενοφόρων, τις εξαγγελίες αυτού που συνήθως ονομάζουμε πεπρωμένο, το πεισματικό ποδοβολητό του φόβου και την τρομερή επανάσταση της καρδιάς τους, δεν είχε πάψει να περνά μια πελώρια βουή, που ξυπνούσε τα τρομαγμένα πλάσματα, που τους έλεγε πως πρέπει να ξαναβρούν την αληθινή τους πατρίδα. Και θα ήταν ευτυχισμένοι, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Και πια ήξεραν πως υπάρχει κάτι που πάντοτε μπορείς να λαχταράς και καμιά φορά να το κερδίζεις: η ανθρώπινη τρυφερότητα…