Γράφει η Σοφία Σιγάλα:
Η λογοτεχνία έχει τόση έκταση και ερμηνεία που δεν αρκείται στα πεζά κείμενα. Ο έμμετρος λόγος της προσδίδει χάρη κι ευαισθησία, μια λάμψη απόκοσμη που κυριαρχούν οι λίγες και γεμάτες λέξεις. Συναισθήματα και σκέψεις που συμπυκνώνονται σε μικρούς στίχους και αναγεννούνται κάθε φορά που κάποιος θα διαβάσει και παίρνουν άλλη μορφή και αμφίσημη ερμηνεία.

Όταν ο Μπετόβεν έγραφε τη Σονάτα για πιάνο, αριθμός 14, δεν περίμενε ποτέ πως ο κριτικός που θα την άκουγε και θα έλεγε τη γνώμη του γι’ αυτή θα της έδινε την πιο γνωστή ονομασία που ξέρουμε σήμερα όλοι, γιατί του θύμιζε τη Λίμνη στη Λουκέρνη. Τη μεταμόρφωσε λοιπόν στη διάσημη Σονάτα υπό το Σεληνόφως. Ο ίδιος ο Μπετόβεν, όταν είχε ξεκινήσει να έχει τα πρώτα σημάδια για το πρόβλημα με την ακοή του, είπε πως συνέθεσε αυτό το έργο και το αφιέρωσε σε μια 17χρονη μαθήτριά του, την κοντέσα Τζουλιέτα, με την οποία ο τριαντάχρονος τότε συνθέτης ήταν ερωτευμένος και η οποία του άλλαξε την «άθλια και μίζερη ζωή».
Το 1956, ο Γιάννης Ρίτσος γράφει την πρώτη -και ίσως ωραιότερη- εκτενή ποιητική σύνθεση, από τις 17 της Τέταρτης Διάστασης, που αναδείχθηκε σ’ ένα από τα πιο αγαπημένα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας∙ τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, εμπνευσμένος από την αιθέρια μελωδία της Σονάτας του Μπετόβεν. Και τα δύο έργα διαρθρώνονταν σε δυο έως τέσσερα μέρη και γράφονταν για ένα ή δύο εκτελεστές. Το πρώτο μέρος της συνοδεύει την ιδιαίτερη αυτή εξομολόγηση της Γυναίκας με τα μαύρα∙ μέρος κι αυτό της σκηνοθεσίας του ποιήματος.
Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα, κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος
Η συλλογή του Γιάννη Ρίτσου είναι αφιερωμένη στον χρόνο και τη φθορά που επιφέρει στο πέρασμά του, με τρόπο μελαγχολικό, αέρινο, αλλά με τη ματαιότητα των ανθρώπων που στο τέλος καταπατάται από τον ρυθμό και τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα του. Οι συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης έχουν ύφος εξομολογητικό, απέναντι σε κάποιον που παραμένει πάντα άφωνος, ώστε να μετατρέπονται σε ατέρμονοι μονόλογοι. ΟΙ ήρωες είναι δανεισμένοι από ηρωικά πρόσωπα της μυθολογίας. Το βουβό πρόσωπο είναι ο ίδιος ο ποιητής. Δεν παρεμβαίνει ποτέ, στήνει μόνο σκηνοθετικά το πλαίσιο που θα αποκαλυφθούν τα πρόσωπα που επέλεξε. Το φεγγαρόφωτο -έχει από τον τίτλο ήδη τη θέση του- είναι το κατάλληλο φως, μιας και ο ήλιος είναι το ζωογόνο σώμα που καλεί σε δράση. Το φεγγάρι έχει κάτι μυστηριακό, το εξομολογητικό, κάνει τα πάθη να εξεγείρονται, τα συναισθήματα τρανώνονται. Η σκέψη στο παρελθόν και η νοσταλγία, η διάθεση απολογισμού έχει μεγαλύτερη φόρτιση και παραίνεση. Το ποίημα η Γυναίκα με τα Μαύρα αναφέρεται στην ποιήτρια Μελισσάνθη. Όταν πήγε καλεσμένος στο σπίτι της, μετά τον θάνατο του συζύγου της, είδε το σπίτι σκοτεινό και άχαρο, γερασμένο με τα μαύρα κρόσσια περιστοιχισμένο και τη Μελισσάνθη σε αυτή την κατάσταση του πένθους. Από το παράθυρο όμως το φεγγάρι φώτιζε ειδυλλιακά το πένθος με χρώματα του ασημιού.
Ο άμεσος και ταυτόχρονα γεμάτος σημασία και μηνύματα λόγος του Ρίτσου εκφράζει με αλησμόνητο τρόπο τις ευκαιρίες που έμειναν ανεκμετάλλευτες, τα χρόνια που πέρασαν άσκοπα, τις επιθυμίες που «σιώπησαν» άδοξα, τη ζωή που έμεινε κενή και αβίωτη. Όλα αυτά βαραίνουν την ίδια την ηρωίδα, που επέβαλε στον εαυτό της τόσες στερήσεις, προκειμένου να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την ηθικότητά της.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Άη - Νικόλα,* ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κ’ εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακκακιού σου* κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι πού ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων – και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε* ντυμένος την άχλυ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, τους εθυσίασα, έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη λευκότητα του σεληνόφωτος,* πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,* πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδό- σφαιρο (που έκανα πως δεν τάβλεπα)* - ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου, -* θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων* γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα, άλλος δρόμος δε μούμενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. - Όχι, δε φτάνει.* Άφησέ με νάρθω μαζί σου