Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος λογοτέχνης του οποίου το έργο μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόλυτα “βιωματικό”. Στην ποίησή του μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καβγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια.
Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Η γλώσσα του, γλώσσα των καραβιών με κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς να μπλέκονται στα γνήσια απλά ελληνικά του. Ο έρωτας του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος μεγάλο, σχέση αγάπης και μίσους. Ο έρωτας αυτός τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την ασφαλή δουλειά του ναυτικού γραφείου. Ο ίδιος έρωτας φαίνεται σε κάθε στίχο του και είναι τόσο δυνατός, που κάνει τον αναγνώστη να ξεχάσει τις άγνωστες λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να “χαθεί” μέσα στην μαγεία της ποίησής του.
Η μοναξιά, η μελαγχολία, η ξενιτιά , ο εξομολογητικός τόνος, το μελοδραματικό στοιχείο χρωματίζουν και καθορίζουν την γραφή του.
Η μοναξιά, η μελαγχολία, η ξενιτιά , ο εξομολογητικός τόνος, το μελοδραματικό στοιχείο χρωματίζουν και καθορίζουν την γραφή του. Από παιδί ένιωσε ακατανίκητη έλξη για τη θάλασσα, για αυτό και έγινε ναυτικός. Τα ποιήματά του έχουν φόντο τη θάλασσα και θέμα τη σκληρή ζωή των ναυτικών. Για τον Καββαδία, τον “ιδανικό εραστή των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων”, η θάλασσα είναι ένας μαγικός κόσμος.

Η ζωή του
Γεννήθηκε το 1910 σε μία μικρή πόλη της Μαντζουρίας κοντά στο Χαρμπίν από γονείς Κεφαλονίτες. Πολύ μικρός πρωτοταξίδεψε όταν οι γονείς του αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Κεφαλονιά. Η οικογένεια Καββαδία θα ζήσει ελάχιστα εκεί και το 1921 θα μετακομίσει στον Πειραιά. Εκεί ο ποιητής τελειώνει Δημοτικό και Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του Δημοτικού γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1928 έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή αλλά την ίδια χρονιά αρρώστησε βαριά ο πατέρας του και αναγκάστηκε να δουλέψει. Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν αφού τα καράβια και η θάλασσα είναι το όνειρό του. Τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπάρκαρε ναύτης στο φορτηγό Άγιος Νικόλαος και για μερικά χρόνια συνεχίζει να φεύγει με τα φορτηγά, γυρίζοντας πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος. Η ανέχεια τον κάνει να αποφασίσει να πάρει το δίπλωμα του ασυρματιστή. Στην αρχή σκέφτηκε να γίνει καπετάνιος. Τα χρόνια πέρασαν -τα είχε φάει η λαμαρίνα και το δίπλωμα του ασυρματιστή- ήταν ο μόνος σύντομος και αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια. Παίρνει το δίπλωμα του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει, βρίσκεται στρατιώτης στην Αλβανία και κατόπιν ξέμπαρκος στην Αθήνα με τη Γερμανική κατοχή. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, το 1944 μπαρκάρει και πάλι, αδιάκοπα πια ως ασυρματιστής, μέχρι τον Νοέμβριο του 1974 .
Έτσι είχε την ευκαιρία να γυρίσει όλο τον κόσμο, να γνωρίσει τις ανοιχτές θάλασσες, τα εξωτικά λιμάνια και να αντλήσει από τις εμπειρίες του το υλικό για την ποίηση του. Επιστρέφοντας από το τελευταίο του ταξίδι και ενώ ετοίμαζε την έκδοση της τρίτης συλλογής του, πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975 . Τρεις μήνες μόνο άντεξε μακριά από τη θάλασσα.

Το έργο του
Ο Νίκος Καββαδίας, ο αγαπημένος μας “Μαραμπού”, άφησε πολύ λίγα πίσω του. Μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα και η ταπεινότητα του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντας τον, έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατο του.
Ειπώθηκε ότι υπήρξε ένας “larger than life” άνθρωπος.
Την πρώτη ποιητική του εμφάνιση πραγματοποιεί το 1933, με τη συλλογή “Μαραμπού”. Το 1947 κυκλοφορεί το δεύτερο ποιητικό του έργο “Πούσι”. Το 1975 λίγο μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του “Τραβέρσο”. Το 1954 έγραψε και ένα σύντομο μυθιστόρημα από την ζωή των ταξιδεμένων Ελλήνων, την “Βάρδια”. Το σύνολο του έργου του Καββαδία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα.
Στο ημερολόγιο γράψαμε: κυκλών και καταιγίς εστείλαμε το SOS μακριά σε άλλα καράβια και εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό, πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μία μέρα στη Μπατάβια.
Τρεις αδημοσίευτοι στίχοι…
«Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη και το βοριά το δροσερό το πήραν τα καράβια. Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».
Απόσπασμα από συνέντευξη:
-Πώς εξηγείτε αυτό που λέμε δημιουργία;
-Ένας μέτριος ζωγράφος, μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια πώς δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ.
-Γιατί;
-Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να το παιδέψει για λίγη ώρα συζητώντας, να το στραπατσάρει με τον τρόπο του και να το αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νοιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνεις….