Γράφει η Παναγιώτα Σμυρλή
Η μέρα έσβηνε νωρίς, Φλεβάρης μήνας. Οι ίσκιοι έπεφταν αργά και σκέπαζαν το βουνό, τα σπίτια, την πόλη, έκρυβαν τη θάλασσα. Σύννεφα γεμάτα ηλεκτρισμό, οδηγημένα από μια ασυγκράτητη δύναμη έτρεχαν βιαστικά, ενώ ο αέρας λούφαζε πίσω απ΄ τα κλαδιά έτοιμος να ορμήσει. Τα δένδρα έστεκαν γυμνά, κοκαλωμένα, σα λιτές προσευχές, με τους χυμούς ν΄ ασφυκτιούν εντός τους πλην η παγωνιά τους κράταγε φυλακισμένους. Το κρύο δάγκωνε.
Η Γιαννούλα η κουλουρού, μια μεσόκοπη γεροδεμένη γυναίκα, ανέβαινε για το καλύβι της στην Άνω πόλη, κουρασμένη από τις σκόνες των δρόμων. Όλη την Πάτρα είχε γυρίσει πουλώντας τα κουλούρια της. Στο ένα χέρι κρεμόταν το καλάθι της και το άλλο ήταν σφιγμένο σε γροθιά, έτοιμη για αντίσταση στον πρώτο εμπαιγμό. Το πέρασμά της δεν έμενε απαρατήρητο, καθώς τα ρούχα της σέρνονταν, αφήνοντας πίσω της μακριές ουρές σκόνης και τον χαρακτηριστικό ήχο από τους κερδενέδες και τα κονσερβοκούτια που είχε περασμένα στο λαιμό της, ξόμπλια της φαντασίας της, της μόνης που της δόθηκε με απλοχεριά σε τούτνο τον κόσμο. Καθώς έστριβε το στενό, προτού τον Παντοκράτορα, πετάχτηκε μπροστά της ο Φώτης της Δήμαινας. Η Γιαννούλα κοντοστάθηκε, ζύγιασε το βλέμμα της πάνω του, έσφιξε την πέτρα πιο γερά στη χούφτα της και περίμενε.
«Ε, Γιαννούλα, έμαθα πως ο Ιούλσος παντρεύτηκε στην Αμέρικα, άδικα περιμένεις να σε πάρει».
Μια βρισιά κρεμάστηκε στον αέρα, άσχημη βρισιά και η πέτρα από το χέρι της σημάδεψε τον τοίχο. Ο Φώτης πρόλαβε και χάθηκε πίσω απ΄ τη μάντρα, αλλά το γέλιο του έφτανε καθαρό στ΄ αυτιά της. Ο θυμός που κύλησε μέσα της, την έκανε να ουρλιάξει. Τα παράθυρα γέμισαν θεατές και τα σχόλια έτρεξαν πίσω απ΄ τα τραβηγμένα κουρτινάκια. Αυτή η εικόνα δεν την παραξένευε πια, ήταν μαθημένη στον περίγελο, όμως κάθε φορά που αντιμετώπιζε αυτή την κατηγόρια, η απόγνωση την έκανε να χάνει την ψυχραιμία της. Κοίταξε γύρω της και είδε την ίδια σκηνή που χρόνια τώρα διαδραματιζόταν τα σούρουπα, σήκωσε τα φουστάνια της, αφήνοντας σε κοινή θέα τα μακριά της εσώρουχα, έφτυσε καταγής και μάζεψε τα κουρέλια της να φύγει.
Το κρύο δάγκωνε, ο πόνος μάτωνε, τα μάτια της ξεχείλισαν ποτάμι.

Άνοιξε το μάνταλο της χαμοκέλας και τράβηξε τον σύρτη στο εσωτερικό. Η φτώχεια σερνόταν πάνω στο χώμα, στους πεσμένους σοφάδες, στο σκισμένο στρώμα και στις κουρελούδες που το σκέπαζαν. Η υγρασία προίκισε μούσκλια και μυρωδιά την κάμαρη, τη φόρτωσε αυλάκια που κρέμονταν στους τοίχους σαν ξεφτισμένες ζωγραφιές. Ακούμπησε την πλάτη της στην πόρτα και πήρε μια ανάσα βαθιά. Παράτησε το καλάθι της καταγής κι έτρεξε με λαχτάρα στο μπαούλο. Επρόκειτο για ένα παλιό μπακιρένιο μπαούλο, με επένδυση στο εσωτερικό, που κάποτε είχε ζωηρό γαλάζιο χρώμα, όμως ο καιρός το ξεθώριασε και τώρα μοιάζει μ΄ εκείνες τις πρωινές μπουνάτσες, τις σκεπασμένες με καταχνιά. Της αρέσει της Γιαννούλας να κοιτάζει τη θάλασσα, γιατί από κει θα έρθει ο καλός της. Κάθε που ξημερώνει ο Θεός τη μέρα, βγαίνει στην αυλή της κι αγναντεύει τον Πατραϊκό. Κι ύστερα παίρνει τον κατήφορο για το μεροκάματο.
Καθώς άνοιξε το καπάκι, έτριξαν οι μεντεσέδες και τα γράμματα που περιείχε πρόβαλαν μπροστά της. Καινούργια, παλιότερα, ακόμα πιο παλιά, χαμένα στους καιρούς που τη συνόδεψαν απ΄ την πρώτη της νιότη, ανακατεμένα με ξεραμένα γιασεμιά, λεμονανθούς και μπλε αρωματικά κρινάκια απ΄ το Κάστρο. Όλα από τον αρραβωνιαστικό της τον Ιούλσο. Όχι, εκείνος δεν την πρόδωσε, της το ‘ γραψε στο τελευταίο γράμμα καθαρά: «Παραμονές καρναβαλιού έρχομαι στην Πάτρα να σε πάρω». Ανακατεύοντας το περιεχόμενο, νέες έγνοιες μπήκαν στο μυαλό της. Έπρεπε να ντυθεί, να συγυριστεί, να κάνει κότσο τα μαλλιά της. Την ειδοποίησαν μάλιστα από το καφενείο του Γιογκαράκη ότι όπου να΄ ναι φτάνει. Άντε, να τελειώσουν επιτέλους και τα δικά της βάσανα, να πάψουν οι φαρμακερές οι γλώσσες. Άναψε τη λάμπα και η χαμοκέλα απέκτησε εκείνο το φως των ασκητικών κελιών που παραπέμπουν σε βίους αγίων. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κουλούρι και αναμάσησε την ευτυχία της στιγμής. Έρχεται ο καλός της κι ας λέει εκείνο το παλιόπαιδο ο Φώτης ό,τι θέλει.
Τα σύννεφα έσταζαν σιγά, ψιθυριστά πάνω στον τσίγκο της στέγης. Ο χειμώνας στεκόταν στο παγωμένο του θεωρείο και κοίταζε. Η Γιαννούλα ξέπλεξε τα μαλλιά της, ξάπλωσε στο σχισμένο στρώμα και σκεπάστηκε με τις κουρελούδες. Ο ύπνος της γέμισε υπέροχα βαλς, μακριές τουαλέτες, ρεδιγκότες και νυφικά άσματα. Πάνω στον τσίγκο χοροπηδούσε η βροχή, το κρύο περόνιαζε. Η υγρασία ανέβαινε αργά και νότιζε το στρώμα, τα σκεπάσματα, τη Γιαννούλα. Άφηνε όμως τα όνειρά της ανέπαφα.
Την ξύπνησαν φωνές, νταούλια και τραγούδια. Το πρωινό φως έμπαινε από τις χαραμάδες και η γυναίκα έφερε το χέρι της στα μαλλιά. Δεν προλάβαινε να τα μαζέψει. Άνοιξε βιαστικά την πόρτα και μπήκαν μέσα οι γειτόνισσες. Κρατούσαν στρογγυλά τενεκεδάκια που λαμποκόπαγαν απαλλαγμένα από τις χάρτινες ετικέτες τους, περασμένα σε σπάγκους. Μια πλεξούδα σκόρδα για το μάτι το κακό, λουλούδια, κουφέτα και ρύζι. Έξω οι άνδρες έπαιζαν κλαρίνο, βάραγαν νταούλια, χτύπαγαν τύμπανα ενώ καπάκια από κατσαρόλες κροτάλιζαν συνοδεύοντας τραγούδια του συρμού. Καθώς οι γυναίκες πέρναγαν πάνω από τα κουρέλια της το άσπρο τούλι, από το λαιμό της τα ντενεκέδια και άφηναν στο κεφάλι της μια κουλούρα από λουλούδια του αγρού μ΄ ένα κεφάλι σκόρδο να κρέμεται στο μέτωπο, η Γιαννούλα σκεφτόταν πως τέλειωσαν τα ψέματα. Πάνε τα κουλούρια και η φτώχεια, πάει ο περίγελος. Θα φύγει επιτέλους για την Αμερική.
Έξω περίμενε ο κουμπάρος με τα όργανα και τους συμπεθέρους. Περίμενε και η νυφική άμαξα, το κάρο καθαριότητας του δήμου, φρεσκοπλυμένο και βουρτσισμένο για την περίσταση, με τον αμαξά του γεμάτο σιρίτια, σαν αυτά που αρμόζουν σε οδηγούς μεγαλόσχημων ατόμων. Όταν η νύφη ανέβηκε στην καρότσα με τις κυρίες των τιμών να σιάζουν το νυφικό που η ουρά του έτρεχε στον δρόμο, το κάρο ξεκίνησε για τον μόλο. Πίσω ακολουθούσαν παρέες που συνεχώς μεγάλωναν, καθώς διαλαλούσαν στις γειτονιές απ΄ όπου περνούσαν τα μεγάλα συμβάντα. Τη στιγμή που το κάρο έφτασε στο λιμάνι, τα πλοία έβαλαν τις σειρήνες τους μπροστά. Παλαμάκια, ευχές και σφυρίγματα γέμισαν τον αέρα που φούσκωνε τα πανιά της βάρκας που πλησίαζε.

Η καρδιά της Γιαννούλας σφίγγεται. Τον ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους. Είναι όμορφος, με μακριές φαβορίτες, φοράει καπέλο και μια ρεδιγκότα. Κρατάει ένα μπουκάλι κρασί και μια βαλίτσα. Αποβιβάζεται. Οι ναύτες, που είναι παραταγμένοι στην αποβάθρα, του αποδίδουν τιμές. Αργά, επιβλητικά βηματίζει προς τη νύφη, ενώ ο κόσμος σιωπά, παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Η μπάντα του δήμου παίζει το γαμήλιο εμβατήριο, τα τενεκέδια δέρνονται στους χτύπους της καρδιάς και η Γιαννούλα, μπροστά στη γαλανή ματιά του Πατραϊκού, τον χιονισμένο Παναχαϊκό, το ανώνυμο πλήθος, ανοίγει την αγκαλιά στη μοναδική αγάπη της ζωής της.
Η νυφική άμαξα επιστρέφει στο σπίτι της με τη ζωηρή συνοδεία του κόσμου, όπου στήνεται τρικούβερτο γλέντι. Τα ποτήρια γεμίζουν κι αδειάζουν, τσίκνα αιωρείται και ευχές κρέμονται, όσο να φτάσει ο παπάς να ευλογήσει τα στέφανα. Οι μελλόνυμφοι γεύονται μια κουταλιά μέλι για να είναι η ζωή τους γλυκιά, κρύβουν μια σκελίδα σκόρδου κάτω από τη μασχάλη για να μην τους πιάσουν τα ξόμπλια και λούζονται από ροδοπέταλα. Το γλέντι κρατάει γερά, η Γιαννούλα φτερουγίζει στα ουράνια.
Ξαφνικά τα νταούλια σώπασαν, τα καπάκια από τις κατσαρόλες σίγησαν, τα κρασιά σταμάτησαν να ρέουν και οι μεζέδες έμειναν καρφωμένοι στα πιρούνια τους. Τη στιγμή που ο παπάς δρασκέλιζε το κατώφλι και η ευτυχία τής έκλεινε το μάτι, ήρθαν δυο χωροφύλακες και πήραν τον Ιούλσο. Η σκελίδα του σκόρδου γλίστρησε από τη μασχάλη της, το μέλι έγινε ξύδι στο στόμα της και τα ροδοπέταλα γαϊδουράγκαθα. Τα στέφανα που περίμεναν στο δίσκο για ευλογία, έμοιαζαν τώρα μ΄ εκείνο του Γολγοθά. Τα χαρτιά του γαμπρού δεν ήταν εντάξει κι έπρεπε να ταχτοποιηθούν αμέσως. Εκείνος απομακρύνθηκε σκυθρωπός ανάμεσα στους άνδρες του νόμου.
Ο γάμος σχόλασε. Οι μάσκες έπεσαν. Ο καρνάβαλος έδειξε τα κοφτερά του δόντια.
Η Γιαννούλα πνίγηκε στη μοναξιά, καταμεσής του πλήθους που γελούσε, χειροκροτούσε, ξεφώνιζε. Γιατί γελούσε, Ποιον χειροκροτούσε, γιατί ξεφώνιζε; Τα μάτια της άδειαζαν αρμύρα και πόνο. Σφιγμένα τα χείλη της, τα χέρια μονάχα σηκώθηκαν ψηλά, σε μια ικεσία στο άγνωστο. Έμοιαζε με τα δένδρα που τέντωναν τα κλαδιά τους γυμνά, κουρσεμένα απ΄ τους σκληρούς βοριάδες. Ο χειμώνας έστεκε στο παγωμένο του θεωρείο κι αφουγκραζόταν.
Σ΄ εκείνα τα χρόνια του μεσοπολέμου, η Γιαννούλα η κουλουρού, ξεπλήρωνε την ελαφράδα της κάθε αποκριά. Πίστευε πως ήταν δούκισσα της Αμερικής και πως ο Ουίλσον ο πρόεδρος θα έρθει να την πάρει. Τροφοδοτούσαν την εμμονή της με γράμματα που της έστελναν σε τακτά διαστήματα επίδοξοι μασκαράδες, που εκείνη στοίβαζε με αγάπη στο μπακιρένιο μπαούλο της. Κάθε φορά και μια καινούργια δικαιολογία τής έκλεβε το γαμπρό τη στιγμή της απογείωσης. Αργότερα έφταναν νέες ειδήσεις που της έφερναν ξανά την ελπίδα.
Το καρναβάλι της Πάτρας, δυναμικό και με παράδοση, αντέχει στο χρόνο. Η Γιαννούλα χάθηκε αντάμα με την τρέλα και το όνειρο. Ο γάμος της αναβιώνει κάθε χρόνο τη γιορτή της Αποκριάς. Γιορτή ταξιδιάρα. Μια στο χειμώνα, μια στο έμπα της άνοιξης. Γεμάτη χρώμα, φως, συγκινήσεις. Σκορπάει στα σοκάκια, στις γειτονιές, φοράει αστραφτερά στολίδια στην πόλη. Μπουκώνει τον αέρα κομφετί-χαρτοπόλεμο, σοκολάτες. Ένα κύμα χαράς, ντυμένο πολύχρωμα ξεχύνεται στους δρόμους, γεμίζει τις πλατείες, στοιβάζεται στα πεζοδρόμια.
Ο Καρνάβαλος με το ζωγραφισμένο χαμόγελο, το Διονυσιακό ποτήρι της ευθυμίας, πυροδοτεί τη διάθεση για ξεφάντωμα, δοσμένη μ΄ ένα τρόπο καυστικό, σατιρικό, καμιά φορά γεμάτο πόνο. Η σκληρή πραγματικότητα φασκιωμένη με γιορντάνια. Κι ύστερα οδηγείται στην πυρά. Χάνεται στο διάσελο των αστεριών. Σβήνει σαν τα πεφταστέρια παίρνοντας μαζί του κι από μια ευχή. Σας στέλνω τη δική μου. Καλές αποκριές, βασισμένες στο μύθο, την πραγματικότητα, την ευτυχία και την αγάπη.
Σημείωση: Τελευταία το δρώμενο του γάμου της Κουλουρούς αντικαταστάθηκε με τον Βλάχικο γάμο διότι θεωρήθηκε προσβολή στη μνήμη της εκλιπούσης. Προσωπικά θεωρώ πως η Γιαννούλα στη συλλογική μνήμη των Πατρινών ανήκει στη σφαίρα του μύθου και θεωρείται μια από τις λαϊκές φιγούρες που συνδέονται με το Διονυσιακό πανηγύρι και ως εκ τούτου είναι απολύτως αγαπητή και εξόχως συμπαθής. Η αλήθεια είναι πως όλο αυτό ξεκίνησε ως «ντόρος», η Γιαννούλα ήταν αφελής και ενέδιδε στη σάτιρα ξανά και ξανά, όμως αυτό που είχε απομείνει δεν συνιστούσε περίγελο, απεναντίας. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί έξυπνα από εκπαιδευτικούς ή άλλους ειδικούς, ώστε το δρώμενο όχι απλά να μην έχει καυστικό ή ρατσιστικό χαρακτήρα, αλλά να αποτελεί αφορμή για συζητήσεις πάνω σε βασικά θέματα που πλήττουν σήμερα την καθημερινότητά μας. Άλλωστε αν θέλουμε να μάθουμε αλήθειες που πονάνε, ας φυλλομετρήσουμε παραμύθια κι ας ερμηνεύσουμε θρύλους.