Γράφει η Σοφία Σιγάλα
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές γεννήθηκε στην Κολομβία, στις 6 Μαρτίου του 1927 και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Ο «Γκαμπίτο» -έτσι τον φώναζαν μικρό- μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά του, αφού, όταν ήταν δύο ετών οι γονείς του πήγαν σε άλλη πόλη για να ζήσουν. Εκείνος έμεινε κοντά στους γονείς της μητέρας του και επηρεάστηκε από εκείνους, όπως ήταν φυσικό. Ο ίδιος λέει πως μεγάλωσε σε ένα σπίτι με γυναίκες, στην πόλη Αρακατάκα, την πόλη της μπανάνας.

Οι επιρροές του ήταν πλούσιες από τη λαϊκή κουλτούρα και την παράδοση. Οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσε ήταν παραμύθια με πνεύματα και θρύλους τοπικούς που καθόρισαν τη φαντασία του και τον τρόπο που έβλεπε και ερμήνευε τα πράγματα. Τα ερεθίσματά του προέρχονταν από τον μεταφυσικό κόσμο των Κολομβιανών γυναικών, αλλά και από τη λογική και τον ρεαλισμό που πρέσβευε ο παππούς του, τον συνταγματάρχη του επαναστατικού στρατού Νικολάς Ρικάρδο Μάρκες Μεχία, που έλαβε μέρος στον Πόλεμο των Χιλίων Ημερών. Όταν ήταν μικρός, σχεδόν στα οκτώ, ανακάλυψε ένα παλιό και φθαρμένο βιβλίο, με φανταστικές ιστορίες. Δε θα σταματήσει να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής του. Πολύ αργότερα, θα ανακαλύψει πως το βιβλίο που τον έκανε να αγαπήσει τη γραφή και την ανάγνωση ήταν το «Χίλιες και Μια Νύχτες». Μεταγενέστερη επιρροή του θα ήταν η Μεταμόρφωση του Κάφκα, ο Οιδίπους Τύραννος, του Σοφοκλή, η Χοντρομπαλού, του Γκι Ντε Μοπασάν. «Ήθελα συγκεκριμένα, να μάθω να δημιουργώ αληθοφανή και ταυτόχρονα φανταστική πλοκή, χωρίς ρωγμές», και το κατάφερε. Το μυθιστόρημα «100 Χρόνια Μοναξιάς» ήταν το χρέος σε εκείνον που γνώρισε για πατέρα του, τον παππού του. Η επιστροφή στο σπίτι που μεγάλωσε και έγιναν οι ρίζες και η ταυτότητά του ως προς τη συγγραφική του ιδιότητα. Το 100 Χρόνια Μοναξιάς θα γραφτεί το 1965. Ο Μάρκες θα δουλεύει μέσα στη «σπηλιά της μαφίας» -έτσι λέει το γραφείο του- για οχτώ ώρες καθημερινά. Τον Οκτώβριο του 1966 το στέλνει στον εκδοτικό οίκο, αλλά η επιτυχία του είναι δεδομένη πριν ακόμα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα. Κάποια μικρά αποσπάσματα που έχει κυκλοφορήσει τον προηγούμενο χρόνο έχουν ήδη κάνει γνωστό τι πρόκειται να συμβεί.

Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας
Μίλησαν για τους δυο τους, για τις διαφορετικές ζωές τους, για την απίθανη σύμπτωση να βρεθούν γυμνοί στη σκοτεινή καμπίνα ενός ακινητοποιημένου πλοίου, όταν το σωστό θα ήταν να σκέφτονται πως δεν τους έμενε πια καιρός, παρά να περιμένουν τον θάνατο. Εκείνη δεν είχε ακούσει ποτέ να λένε πως είχε κάποια γυναίκα, ούτε μία, σε μια πόλη όπου όλα ήταν γνωστά, ακόμα και πριν συμβούν. Του το είπε μ΄ έναν τυχαίο τρόπο κι εκείνος της απάντησε αμέσως, χωρίς η φωνή του να τρέμει: ”Είναι γιατί έμεινα παρθένος για σένα”.
Ο έρωτας είναι το μέσο για να ελευθερωθεί η ψυχή και η γήινη υπόσταση. Είναι μια δοκιμασία με τον εαυτό, μια πρόκληση που αναγάγει στην πνευματικότητα και απελευθερώνει τον νου και σώμα. Ή αυτό θα έπρεπε να είναι στην πραγματικότητα, αν δε σκεφτεί κανείς τις παρεμβάσεις στην ιστορία του που τον έκαναν γυμνό και ευτελή. Η λογοτεχνία έχει ασχοληθεί κατά κόρον με τον έρωτα, από την αρχαιότητα έως και σήμερα. Γιατί άραγε; Ποιος είναι ο λόγος που ο έρωτας, ό, τι μορφή κι αν έχει ένα λογοτεχνικό κείμενο, ό, τι θεματολογία κι αν χαρακτηρίσει ένα έργο, θα περιέχεται στην ιστορία του; Είναι πρόκληση για τον συγγραφέα, δέλεαρ για το αναγνωστικό κοινό, η χαμένη μάχη που δεν ευοδώθηκε, το απωθημένο του ανθρώπου που για πάντα θα μνημονεύεται; Το άριστο θέμα που δε θα χάσει ποτέ την ουσία και την αιώνια πάλη των ανθρώπων. Ίσως και η μνήμη που κρατάν τα κύτταρα, σαν κληρονομιά από το παρελθόν.
Ο Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα, ανταλλάσσουν γράμματα αγάπης και ονειρεύονται να παντρευτούν. Όταν το αντιλαμβάνεται ο πατέρας του κοριτσιού εξοργίζεται. Απειλεί τον νέο πως θα τον σκοτώσει, και παίρνει την κόρη του και μετακομίζουν σε άλλη πόλη και την παντρεύει με έναν γιατρό. Ο έρωτας του Φλορεντίνο για τη Φερμίνα δε θα σβήσει ποτέ, ό, τι κι αν επέμβει στη ζωή των δύο αυτών ανθρώπων. Ο θάνατος του άνδρα της γυναίκας θα κάνει τους δύο, κάποτε νέους, να ξανασυναντηθούν. Την πόρτα της χτυπάει ο Φλορεντίνο ακριβώς την ώρα του θανάτου, για να εκπληρωθεί ένας έρωτας που υπήρχε χωρίς να υπάρχει, που έζησε μέσα στον νου και δεν έγινε πράξη, για «πενήντα τρία χρόνια, εφτά μήνες και έντεκα ημέρες με τις νύχτες τους…»
Ο Μαρκές υμνεί με απόλυτο τρόπο τον ανεκπλήρωτο έρωτα, μέσα από μια ιστορία που εκτυλίσσεται στις αρχές του 20ου αιώνα στην Κολομβία, την εποχή που η χολέρα αποδεκάτιζε ανθρώπους, που στην αποικιακή πόλη της ιστορίας κυριαρχεί η φτώχεια, η πείνα, η εξαθλίωση, ο αγώνας για την ανεξαρτησία από την ισπανική κυριαρχία, η παρακμή των ευνοούμενων τάξεων είναι κοινωνική συνθήκη και καταργείται η δουλεία. Ο Μαρκέζ καταφέρνει, αυτό που χαρακτηρίζει τα βιβλία του, να το εφαρμόσει αριστοτεχνικά για άλλη μια φορά. Να συγχρονίσει μια ιστορική πραγματικότητα με το αισθαντικό φανταστικό. Η λαογραφία και ο πολιτισμός μπλέκονται με τόσο δεξιοτεχνικό τρόπο που τίποτα δε φαντάζει ψεύτικο σε αυτήν την ιστορία -πιστεύω πως ο Μαρκέζ έχει καταφέρει με ανεπανάληπτο τρόπο να δημιουργήσει μια αφήγηση που ισορροπεί με τέλεια διακριτικότητα μεταξύ ρεαλισμού και μύθου. Η περιγραφή των προσώπων, των συναισθημάτων των ηρώων του, διακρίνεται για τον λιτό της τρόπο, αλλά αποτελεί πρότυπο για την εξαιρετική μεταφορά τους στον αναγνώστη. Δημιουργεί την άριστη επικοινωνία εκείνου που διαβάζει και των πρωταγωνιστών της ιστορίας του.
Είναι περίεργο, αλλά, αν και η υπόθεση έχει μια τραγικότητα, αφού μιλάει για τον ανεκπλήρωτο έρωτα δύο νέων, αποτελεί μία ωδή στην ελπίδα και στη ζωή. Ο Φλορεντίνο δεν έμεινε ποτέ πληγωμένος και στάσιμος στις προκλήσεις της ζωής του. Γνώρισε πολλές γυναίκες, κοιμήθηκε σε πολλά κρεββάτια, ως αντιστάθμισα της αγάπης που δεν έζησε, αγάπησε και ερωτεύτηκε πολλές γυναίκες, αλλά ποτέ δεν έπαψε να περιμένει…Όταν συνάντησε ξανά τη Φερμίνα, ήταν ένας ολοκληρωμένος άντρας, από όλες τις απόψεις. Δημιουργημένος και οικονομικά και κοινωνικά ανεξάρτητος, με τη σοφία της υπομονής και τη συνειδητοποίηση της απόλυτης ελευθερίας. Η δική του ιστορία αγάπης είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας και υπεροχής της ανθρώπινης υπόστασης. Δεν έχει αυτοκαταστροφή, δεν έχει μοιραίες αντιδράσεις, δε χαρακτηρίζεται από εκείνη τη μορφή του τραγικού έρωτα που κυνηγιέται από τη μοίρα. Μέσα από τον θυμό, την επιμονή, τη λαχτάρα, την αποφασιστικότητα, δημιουργείται ένας άντρας ολοκληρωμένος, έτοιμος να διεκδικήσει και να διαχειριστεί τα συναισθήματά του και τις αρετές του. Ο έρωτας αποτελεί κίνητρο γνώσης και εξέλιξης. Έτσι, όταν συναντιέται ξανά με τη Φερμίνα, είναι ένας άλλος άνθρωπος· δεν είναι το μικρό αγόρι με τις ερωτικές εξάρσεις, αλλά ένας σοφός άντρας που κερδίζει αυτό στο οποίο πάντα πίστευε. Τον έρωτα στην απόλυτη μορφή του. Κερδίζει τις ασυνείδητες αντιδράσεις της πρώτης εποχής των συναισθημάτων του και επιστρέφει με την πραγματική έννοια του σπουδαίου αυτού συναισθήματος. Ο Μαρκές, σε αυτό του το μυθιστόρημα, καταφέρνει να αποδείξει πως ο έρωτας δεν είναι στιγμιαίο αυτοκαταστροφικό συναίσθημα, αλλά μαθητεία προς την ολοκλήρωσή του.
Το 1982 θα τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αιτιολογία για την ύψιστη τιμή από τη Σουηδική Ακαδημία είναι: ««για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».