Γράφει η Σοφία Σιγάλα
Ήταν μια ολόκληρη πολιτειούλα από κρατούμενους και φρουρούς που οι Λεβαντίνοι, όπως και οι ναυτικοί κάθε εθνικότητας, την έλεγαν Deposito, ενώ πιο γνωστή ήταν με το όνομα «Καταραμένη Αυλή». Έτσι την έλεγε όλος ο κόσμος κι όσοι είχαν πάρε δώσε μαζί της. Εκεί πήγαιναν και από εκεί περνούσαν όλοι όσοι πιάνονταν καθημερινά από την αστυνομία στην τεράστια και πολυάριθμη πόλη με κατηγορίες ή απλές υποψίες για παραπτώματα…
Ίβο Άντρις, Η Καταραμένη Αυλή
Ο Ίβο Άντριτς γίνεται γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με αυτήν τη νουβέλα και ταυτόχρονα δίνει το στίγμα και έναν ορισμό της βαλκανικής λογοτεχνίας. Παράλληλα παρουσιάζεται με ένα έργο πολιτικής χροιάς με την έννοια όμως του προβληματισμού, της αναζήτησης του ηθικού και του άδικου και της αναμέτρησης με τα δίπολά τους. Οι ίδιες οι σκέψεις του και οι λεκτικοί του συνειρμοί δίνουν κοινωνικό-πολιτικό χρώμα στη γραφή του, οπότε η ιστορία, ο τόπος και ο χρόνος εξέλιξης είναι απλά ο σκελετός για να δημιουργηθεί ένα άριστο και γοητευτικό μυθιστόρημα.
Χρονικά και χωροταξικά, η Καταραμένη Αυλή τοποθετείται όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια, στην Κωνσταντινούπολη. Στην ουσία της η φυλακή είναι μια ύστατη πράξη της τυραννικής οθωμανικής; κυριαρχίας-εξουσίας. Μια μικρογραφία πολιτείας μέσα στην οποία ζουν απατεώνες, μικρού ή μεγάλου διαμετρήματος, φονιάδες, πολιτικοί κρατούμενοι, αθώοι και ένοχοι, θύτες και θύματα, δολοφόνοι, τρελοί και γνωστικοί, οραματιστές και αποβράσματα. Οι δε φύλακες και κρατικοί λειτουργοί της φυλακής εναλλασσόμενοι φυλακισμένοι, δεσμώτες και δέσμιοι ενός πολυπληθούς μείγματος ανθρώπινων χαρακτήρων.

Η αφήγηση είναι του Βόσνιου καλόγερου Πέταρ, ο οποίος έχει πεθάνει την προηγούμενη μέρα, μέσα από τα λόγια ενός νεαρού μοναχού. Τρία είναι τα βασικά πρόσωπα, απτά ή στην πνευματική τους υπόσταση, που παίρνουν μέρος σε αυτή την ιστορία. Ο Βόσνιος μοναχός, ο Κιαμίλ, και ο Χαΐμ. Ο Πέταρ αφηγείται την ιστορία του Κιαμίλ, ενός νέου που, μετά από μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση, δίνεται ολοκληρωτικά στην Ιστορία. προσπαθεί να ερμηνεύσει και να μάθει περισσότερα για τη ζωή του Τζεμ, του νεότερου γιου του σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ του Κατακτητή, που έχασε τον θρόνο από τον σφετεριστή αδελφό του Μπαγιαζίτ Β΄ και πέθανε άδοξα, αιχμάλωτος του Πάπα (η ζωή του Τζεμ έχει γίνει αντικείμενο πολλών μυθιστορημάτων). Ο Κιαμίλ είναι ένα πλάσμα ονειρικό, αλαφρΐσκιωτο, γιος ενός πλούσιου Τούρκου γαιοκτήμονα και μιας Ελληνίδας, ο οποίος αρνιέται τα πλούτη του και ασχολείται μόνο με τον Τζεμ, σε επίπεδο τέτοιο ώστε να πιστέψει πως είναι ο ίδιος ο άτυχος διάδοχος.
Οι κρατικοί λειτουργοί της παραπαίουσας αυτοκρατορίας, φοβούμενοι οτιδήποτε μιλά ή ανασαίνει, ως εχθροί της εξουσίας τους τον φυλακίζουν σαν επικίνδυνο για τη λειτουργία του κράτους. με την κατηγορία του συνωμότη κλείνεται στη φυλακή. Η ιστορία των δύο αδελφών, του Μπαγιαζίτ και του Τζεμ, γίνεται η αφορμή να δηλώσει τις δικές του πεποιθήσεις γύρω από τον εγκλεισμό, ως μια από τις πιο τραγικές και εγκληματικές πράξεις ενός τυραννικού καθεστώτος που στην τελική του πορεία φοβάται και τη σκιά του. Μέσα στην ιστορία του Κιαμίλ-Τζεμ παρεμβαίνει Χαΐμ, πιο πολύ ως κατευναστικό πρόσωπο-γέφυρα, για να εξομαλύνει και να φέρει μια ισορροπία στην αφήγηση. Μια αφήγηση μεστή, με ιστορίες μέσα σε ιστορίες που δίνουν μια μαγική δυναμική στο έργο.
Στην Κωνσταντινούπολη έμειναν κάτι λιγότερο από ένα χρόνο, ξόδεψαν ό,τι είχαν και δεν είχαν, δανείστηκαν κι από πάνω, αλλά και τίποτα δεν έκαναν. Κι όλα αυτά, εξαιτίας της αναποδιάς που έτυχε στον φρα-Πέταρ (που δεν έφταιγε σε τίποτα) και της κακιάς στιγμής, σε μια σκοτεινή περίοδο όπου η εξουσία δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίσει το δίκαιο από το άδικο.
Η «Καταραμένη Αυλή» είναι η απεικόνιση κατ’ αρχάς τριών διαφορετικών κόσμων και τριών διαφορετικών θρησκειών, μέσα από τις οποίες ο Ίβο Άντριτς προσπαθεί να βρει μια γέφυρα συνεννόησης και οικουμενικής ισότητας. Επιλέγει ως σκηνικό της μυθοπλασίας του το καζάνι της μεγάλης φυλακής, που αυτόματα μετατρέπεται σε αλληγορία της αυθαιρεσίας με την οποία απονέμεται το Δίκαιο στον κόσμο ετούτο. Εξειδικευμένα στοχεύει στην καταγγελία του μουσουλμανικού δικαίου την εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία του. Έμμεσα, δίνει κίνητρα σκέψης. Καμία εξουσία δεν υπάρχει φύσει και θέση χωρίς τις ιδανικές αφορμές. Η κακή εξουσία είναι προϊόν μιας κακής λαϊκής βάσης, χωρίς ορθή πολιτική σκέψη, που γεννά βίαια πολιτικά συστήματα. Η βαθιά ανάλυση των χαρακτήρων των εξουσιαστών αλλά και των φυλακισμένων, των συναισθημάτων και πράξεων τους οδηγεί σε λογικά και αυτονόητα συμπεράσματα.
Αν θέλεις να ξέρεις τι πράγμα είναι ένα κράτος και η διοίκησή του, κοίταξε μόνο να μάθεις πόσοι έντιμοι και αθώοι βρίσκονται στις φυλακές, κι από την άλλη πόσοι εγκληματίες και παράνομοι είναι ελεύθεροι. Έτσι θα το μάθεις με τον καλύτερο τρόπο.

Ο Ίβο Άντριτς (9 Οκτωβρίου 1892 – 13 Μαρτίου 1975) ήταν Γιουγκοσλάβος συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1961. Γεννήθηκε στο Ντόλατς, από καθολική οικογένεια Κροατών από το Σαράγεβο. Μετά το θάνατο του πατέρα του, δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του τον εμπιστεύτηκε σε συγγενείς στο Βίσεγκραντ, στον ποταμό Δρίνο, καθώς ήταν πολύ φτωχή και δεν μπορούσε να τον μεγαλώσει. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και έπειτα επέστρεψε στο Σαράγεβο, όπου πήγε γυμνάσιο. Τότε ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Ενώ ήταν ακόμα μαθητής έγινε μέλος της οργάνωσης Mlada Bosna (Νεα Βοσνία) και στήριζε τον αγώνα για ανεξαρτησία.
Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, το 1912, αφού κέρδισε μια υποτροφία, αλλά λόγω του κλίματος η υγεία του κλονίστηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και να αποφοιτήσει στο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, από το τμήμα φιλοσοφίας. Φυλακίστηκε για έναν χρόνο, λόγω της πολιτικής του δράσης. Μετά την αποφυλάκισή του εκδίδει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές και το λογοτεχνικό περιοδικό Λογοτεχνικός Νότος. Το 1920 ξεκίνησε τη διπλωματική του καριέρα με το διορισμό του στο Βατικανό. Ακολούθησαν αρκετές διπλωματικές αποστολές. Καθώς δεν είχε πτυχίο πανεπιστημίου, για να παραμείνει στο διπλωματικό σώμα γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του Γκρατς και τον Ιούνιο του 1924 υποστήριξε την πτυχιακή του εργασία για την πρόοδο της πνευματικής ζωής στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η δράση του στην πολιτική σκηνή είναι πολύ ενδιαφέρουσα, μέσα από τη διπλωματική οδό. Τα έργα του πολλά, αρκετά έχουν μεταφραστεί και στην ελληνική γλώσσα. Το 1961 βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, «για την επική δύναμη των λογοτεχνικών του θεμάτων και τον τρόπο που απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αντλώντας υλικό από την ιστορία της πατρίδας του». Πεθαίνει στις 13 Μαρτίου 1975.