Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Η Σκιά του Ανέμου εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 2001 και εξακολουθεί, μετά από 21 χρόνια, να χαρίζει συγκίνηση στους αναγνώστες του. Από τον τίτλο ακόμη ( έχει ο άνεμος σκιά;…) καθώς και από το σημειολογικό εξώφυλλο προϊδεάζει τον αναγνώστη για το πιθανό ύφος του βιβλίου. Κατόπιν, διαβάζοντας την περίληψη του οπισθόφυλλου έχει μπει για τα καλά στο πνεύμα της ιστορίας του Θαφόν.
Είναι μία συναρπαστική ιστορία, για την εμμονική αγάπη της λογοτεχνίας και των βιβλίων, καθώς και για την αναζήτηση και κατάκτηση του μοναδικού έρωτα της ζωής. Μια ιστορία με όρια μη διακριτά, πιθανόν αστυνομική, μυστηρίου, ρομαντική, κοινωνική και φαντασίας.
Η πλοκή εξελίσσεται μέσα σε ένα περιβάλλον, αυτό της μαγίστρας Βαρκελώνης με τη μουντή ατμόσφαιρα, την βαριά βροχή, την γαλαζωπή ομίχλη και τις σκιές της νύχτας. Αυτό το σκηνικό συμπληρώνουν δρόμοι, μαγαζιά και πλατείες, καθώς και επιβλητικά κτίρια που κρύβουν ιστορίες ανομολόγητες.

Λίγα πράγματα σημαδεύουν έναν αναγνώστη όσο το πρώτο βιβλίο που βρίσκει στα αλήθεια το δρόμο ως την καρδιά του.
Αυτό ένιωσε ο μικρός Ντανιέλ όταν ο πατέρας του τον οδήγησε στο υποβλητικό “κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων” και τον παρακίνησε να διαλέξει ένα και μόνο ένα βιβλίο. Τυχαία αλλά και διαισθητικά διάλεξε ένα σκονισμένο βιβλίο με τίτλο ” Η σκιά του ανέμου”, του σχεδόν ξεχασμένου συγγραφέα Χουλιάν Καράξ. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση το λάτρεψε και άρχισε να αναζητά κι άλλα βιβλία του ίδιου συγγραφέα καθώς και πληροφορίες για τον ίδιο. Πολύ σύντομα όμως μαθαίνει ότι όλα τα αντίτυπα των βιβλίων του Καράξ έχουν καταστραφεί και ότι ο ίδιος είναι μία αμφιλεγόμενη και διαταραγμένη προσωπικότητα. Έτσι ξεκινάει ένα γαϊτανάκι μυστικών, αποσιωπημένων πληροφοριών, τραγικών ιστοριών για ζωές που υπήρξαν, αλλά είναι σαν να μην υπήρξαν.
Ο Ντανιέλ αρχίζει μία περιπλάνηση αναζήτησης του ίχνους του μυστηριώδους συγγραφέα και πολλές φορές βρίσκεται στη θέση του διώκτη αλλά και του διωκομένου, οδεύοντας παράλληλα προς την ενηλικίωσή του. Καθοδηγούμενος από τη σκέψη , τη φαντασία και τις αναμνήσεις του, έρχεται αντιμέτωπος με τα πιο σκοτεινά όνειρα της παιδικής του ηλικίας, με τους φόβους του, και με σκληρά διλήμματα που έχουν να κάνουν με τη ζωή και το θάνατο, το καλό και το κακό, την απώλεια και την διεκδίκηση της ευτυχίας μέσα από έναν δυνατό έρωτα. Όλα αυτά μέσα στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον της Βαρκελώνης του ’45 του εμφυλίου και κατόπιν της δικτατορίας.

Μία πλειάδα δεύτερων χαρακτήρων έρχεται να πλαισιώσει τους κεντρικούς ήρωες και να υπηρετήσει την πλοκή του μυθιστορήματος. Ο τρόπος που τους σκιαγραφεί ο συγγραφέας είναι μοναδικός. Ο αναγνώστης υποκύπτει στη γοητεία των χαρακτήρων αυτών και ή τους λατρεύει , όπως τον πολυδιάστατο φιλοσοφημένο χαρακτήρα του Φερμίν, ή τους αντιπαθεί όπως τον σκληρό δολοφονικό χαρακτήρα του στρατιωτικού Φουμέρο.
Κανείς δεν ξέρει καλά τις γυναίκες· είναι σαν τον ηλεκτρισμό· δεν χρειάζεται να ξέρεις πως λειτουργεί για να σου τινάξει το χέρι.
Αυτά λέει ο σοφός Φερμίν στον Ντανιέλ, όταν του δίνει μαθήματα ζωής και τον προετοιμάζει για την πρώτη ερωτική του συνάντηση με την Μπέα. Ή, όταν του μιλάει για διεκδίκηση: «Η μοίρα δεν κάνει επισκέψεις κατ’ οίκον. Πρέπει να πάτε να την συναντήσετε μόνος σας» και συνεχίζει: «δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες, παρά μονάχα για τις τύψεις».
Ο συγγραφέας με μία απλή γραφή, με υπέροχο προσωπικό ύφος, εμπλουτισμένο με πλούσια εκφραστικά μέσα και λυρισμό , ( άξια αναφοράς η μεταφραστική ικανότητα της Βασιλικής Κνήτου), οδηγεί τον αναγνώστη στα μονοπάτια της κεντρικής ιστορίας που κρύβει μέσα της πολλές άλλες μικρότερες, κάνοντας το αναγνωστικό ταξίδι απολαυστικό.
Κάποια φανταστικά ή μεταφυσικά γεγονότα και σκηνικά, πιθανόν να ξενίσουν για λίγο τον αναγνώστη, όπως και κάποιες λεπτομέρειες -που φαίνεται να περιττεύουν- κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Όσοι αγαπούν τις ιστορίες για καταραμένους συγγραφείς και βιβλία, για προδοσίες και μίση, για χαμένες απ’ τον χρόνο φιλίες, ανεκπλήρωτους έρωτες και πολύχρονες αγάπες , ιστορίες πολέμου και εγκλήματα που αναζητούν τη λύση τους, σίγουρα θα το λατρέψουν. Το βιβλίο αυτό είναι η απόλυτη γνωριμία με τη σκέψη και τη φαντασία του Θαφόν, που περικλείεται σε μία φράση:
Οι λέξεις είναι οι φυλακές της σκέψης.