Γράφει η Dimitra Papanastasopoulou
Μεταξύ 1907 και 1910 ο Ρενουάρ ζωραφίζει την Γκαμπριέλ σε μια σειρά από πίνακες, ντυμένη με φαρδιά διάφανα καφτάνια, ανοιχτά στο στήθος, μ’ ένα τριαντάφυλλο στα μαλλιά ή στο χέρι, μπροστά σε αόριστο φόντο.
Το τριαντάφυλλο αποτελεί σύμβολο της νεότητας του μοντέλου. Πρόκειται για την εξαδέλφη της Αλίν (γυναίκας του Ρενουάρ), που το 1894, σε ηλικία 16 ετών, έρχεται να τη βοηθήσει με την ευκαιρία της γέννησης του Ζαν, δεύτερου γιου του ζωγράφου. Η Γκαμπριέλ θα μείνει στο σπίτι των Ρενουάρ και θα γίνει το αγαπημένο μοντέλο του Ογκύστ, προσφέροντας μια δεύτερη νεότητα στη ζωή και στη ζωγραφική του.
Τα χρώματα εκείνη την περίοδο γίνονται όλο και πιο πυκνά, χαρακτηρίζονται από ελευθερία, ως απόρροια μιας ολόκληρης πορείας: μαθητεία σε μουσεία, πειραματισμοί στο ύπαιθρο, επιστροφή στο εργαστήριο. Η Γκαμπριέλ, με την επιβλητική παρουσία της, θυμίζει έργα του Ρούμπενς, διατηρεί την σωματική υπόστασή της, δεν ανάγεται ποτέ σε απλό σύμβολο.
Μελετώντας την όψιμη δραστηριότητα του Ρενουάρ, η οποία περιορίζεται αποκλειστικά στις προσωπογραφίες της Γκαμπριέλ και άλλων μοντέλων (μεταξύ των οποίων και η Ντεντέ) γίνεται φανερό ότι η ζωή και η ζωγραφική του συνδέονται μεταξύ τους όσο ποτέ άλλοτε.

«Το σπίτι μας ήταν γεμάτο γυναίκες», θυμάται ο Ζαν Ρενουάρ. «Η μητέρα μου, η Γκαμπριέλ, τα κορίτσια, οι υπηρέτριες, τα μοντέλα που τριγύριζαν στο σπίτι και τού προσέδιδαν ένα τόνο σαφώς αντι-αρσενικό».
Ο ηλικιωμένος ζωγράφος, ανήσυχος για το μέλλον αυτών των γυναικών, εξέφραζε την άποψή του και για ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης:
«Ό,τι κερδίσουν από τη μια, θα το χάσουν από την άλλη…Ό,τι κερδίσουν από άποψη εκπαίδευσης, θα το χάσουν μάλλον σε άλλα πράγματα…»
Όλα αυτά συνέβαιναν στο Cagnes της νοτιοανατολικής Γαλλίας, όπου μετακόμισε, μετά από συμβουλή των γιατρών, αγοράζοντας την αγροικία Les Collettes, ένα σπίτι κρυμμένο μέσα στο δάσος, από όπου φαινόταν, όμως, η θάλασσα.
Είναι υπερβολικά αδύνατος και υποφέρει φρικτά από παραμορφωτική αρθρίτιδα. Περνά τις νύχτες κλαίγοντας από τον πόνο κι ύστερα ζητεί να τον μεταφέρουν μπροστά στο καβαλέτο του. Με τα χέρια τυλιgμένα σε επιδέσμους, και το πινέλο δεμένο στον καρπό, ζωγραφίζει με απίστευτη σβελτάδα γυναικεία γυμνά και πρόσωπα παιδιών.
Ερμηνεύει τον ιμπρεσιονισμό με το δικό του ταπεραμέντο, με την εξαιρετική του δεξιοτεχνία, και μας προσφέρει μια φύση εξανθρωπισμένη από την αιώνια θηλυκή παρουσία- έναν ύμνο στη γυναίκα.

Είπε σε κάποιον μερικά χρόνια πριν το τέλος: «Πόσο δύσκολο είναι, σ’ έναν πίνακα, να εντοπίσεις πού πρέπει να σταματήσει η αντιγραφή της φύσης. Η ζωγραφική δεν πρέπει να πνίγει το μοντέλο, και από την άλλη πρέπει να γίνεται αισθητή η μυρωδιά της φύσης».