‘ 55, Θωμάς Κοροβίνης

' 55 Θωμάς Κοροβίνης

Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη

Βλέποντας τα δίδυμα πεντάρια του τίτλου και το εξώφυλλο με την εικόνα της καταστροφής, το μυαλό πηγαίνει άμεσα στα γεγονότα της Πόλης εκείνου του Σεπτέμβρη. Ο συγγραφέας έλκοντας καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και με ιδιαίτερη ευαισθησία, επισκέπτεται τα Ταταύλα και ανακαλύπτει σε έρημο προγονικό σπίτι ένα μπαούλο- θησαυρό. Είχε μέσα εκτός των άλλων, δύο φαρδιά καπλαντισμένα κόκκινα τεφτέρια με τα γραπτά της θείας του της Μαρίκας. Ημερολόγια δεν ήταν, ούτε απομνημονεύματα, ούτε βιογραφικά τετράδια, αλλά καταθέσεις ψυχής ανάκατες, που του έδωσαν αμέσως τη δεύτερη κεντρική ηρωίδα του βιβλίου του, αφού η πρώτη είναι η ίδια η Πόλη.

Η θεία Μαρίκα η Ταταυλιανή ήταν μια Ρωμιά κυρά, μοναδική για τον καιρό της. Καλλιεργημένη και αρχόντισσα, φιλομαθής και σπουδαγμένη διδασκάλισσα, εργένισσα από πεποίθηση ( ή από ανεκπλήρωτο έρωτα;) με ελεύθερο πνεύμα, προσηνής και ευπροσάρμοστη αφού συγχρωτιζόταν με πολίτες της καλής κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης, αλλά και με μάγκες και λαϊκούς τύπους του περιθωρίου. Έγραφε στα τετράδια όταν η ψυχή δεν χωρούσε στο στήθος της, πότε με τον καημό των αμανέδων και τον λυρισμό των παραμυθιών, και πότε με τη σοφία και λογιοσύνη ιστορικού παρατηρητή.

' 55, Θωμάς Κοροβίνης

Όλο αυτό το πρωτόλειο υλικό σεβάστηκε ο συγγραφέας και έγραψε αυτό το υπέροχο σπονδυλωτό μυθιστόρημα που δεν έχει τη μορφή του κλασικού με τη συνεχόμενη ροή και τη χρονολογική σειρά των γεγονότων, παρά είναι διηγήματα, πότε μικρά και πότε μεγαλύτερα στερεωμένα πάνω στη ραχοκοκαλιά της Ιστορίας της Πόλης. Είναι ένα έργο έντονα βιωματικό, με πολύ συναίσθημα, στοχασμό και πλούσια πληροφόρηση, είτε άμεση, είτε υπαινικτική, μέσα από περιγραφές της καθημερινής ζωής των αλλόφυλων και αλλόθρησκων κατοίκων της Πόλης.

Ο άφθονος γλωσσικός πλούτος της Μαρίκας, πότε στην πολίτικη διάλεκτο, πότε στην επίσημη ελληνική και άλλοτε στην τουρκική, καθώς και η πρωτοπρόσωπη ζωντανή αφήγηση, καθιστούν τον αναγνώστη “ωτακουστή” και “παρόντα” στα γεγονότα μικρά και μεγάλα. Συμμετέχει έτσι στη ζωή της Πόλης, στις κοινωνικές εκδηλώσεις, γνωρίζει νοοτροπίες, μυστικά της κουζίνας, ήθη και έθιμα, διαφορετικότητες, το επίπεδο πολιτισμού στις διαφορετικές κοινότητες, τις σχέσεις τους και την ανταλλαγή στοιχείων της κουλτούρας τους, την υποβόσκουσα ένταση στη σχέση των δύο λαών, ένταση που κλιμακώνεται και κορυφώνεται στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955, με αποτέλεσμα το πογκρόμ των Ελλήνων.

Στις 447 σελίδες του βιβλίου πρωταγωνίστρια είναι η Κωνσταντινούπολη, ιδωμένη μέσα από τα μάτια της Μαρίκας, η αγαπημένη Πόλη των αιώνων, με τη μεγάλη ιστορία αλλά και τις αλλεπάλληλες συμφορές.

Όσα έζησα στο πετσί μου και όσα με αφηγήθηκαν άλλοι για τα Σεπτεμβριανά, όλα, τα ιστορώ καταλεπτώς όχι τόσο για να ανακουφιστώ από το βάρος τους, ούτε για να βγάλω το άχτι μου, αλλά για να μείνουν.

Μέσα από τις αναμνήσεις της Μαρίκας, ο συγγραφέας συμπλέκει τα ιστορικά γεγονότα, με τις ιστορίες και τις αφηγήσεις της Πολίτισσας κυράς. Έχει σεβαστεί τα αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα της μνήμης της, καθόσον ο τελικός του σκοπός μάλλον, δεν ήταν ένα συμβατικό μυθιστόρημα, αλλά η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων της Καταστροφής του Σεπτεμβρίου του ’55 που καθόρισαν την ζωή και την ψυχή της Μαρίκας ως ανθρώπινη οντότητα. Η ίδια, όπου βρεθεί και όπου σταθεί, δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από το τραύμα του αφανισμού των Ελλήνων της Πόλης.

΄55, Θωμάς Κοροβίνης

Όχι καλέ μου θείε Αγησίλαε, θα μείνω εδώ στο κονάκι μου, θα μείνω στο ταταυλιανο το παλατάκι που με άφησαν κληρονομιά οι παππούδες μου και ότι θέλει ας πάθω… Έπειτα, τι θα γίνουν τα βιβλία μου, τα χαρτιά μου, τα οικογενειακά άλμπουμ φωτογραφιών; οι πλάκες γραμμοφώνου; να κάψουν την αλληλογραφία μου; να με πελεκήσουνε τον ντεντέ τον πεύκο στην αυλή; να υλοτομήσουν τα λεβέντικα τα κυπαρίσσια μου; να ξεπατώσουν τα ρόδα και τα κρίνα μου; να μαγαρίσουν το πηγάδι μου; να εύρουνε τα τεφτέρια μου, να τα ανακατώσουνε και να βγάλουν τα μυστικά μου στο μεϊντάνι;

Στο βιβλίο καταγράφονται αξιόπιστα οι διωγμοί των Ελλήνων, ο φανατισμός των διωκτών τους, ο φόβος και η αγωνία των κατατρεγμένων και προσεγγίζονται με ιστορική ακρίβεια τα αίτια, το παρασκήνιο και τα αποτελέσματα της καταστροφής. Η γραφή του βιβλίου είναι σε πολυτονικό σύστημα απόλυτα ταιριαστό με την εποχή στην οποία αναφέρεται. Το κείμενο εμπλουτίζεται με στιχουργήματα από τραγούδια, ποιητικά αποσπάσματα, καθώς και από συναισθηματικές εξάρσεις και μονολόγους της ηρωίδας.

Ένιωθα τότε, σαν την κόρη την Βυζαντινή που περίμενε πολιορκημένη την εκπόρθηση, την βέβαιη πτώση της Βασιλεύουσας.

Σφυρίζει μέσα στη μνήμη μου ένας άνεμος σαν θύελλα της ερήμου, καλπάζει ορμητικός, άλλα τα κουκουλώνει και τα θάβει, και άλλα τα ξυρίζει και τα φέρνει πίσω στο φως.

Για την Μαρίκα η πολυπόθητη δικαίωση δεν ήρθε ποτέ, μα ούτε και η λήθη επειδή…«το τσιβί βγαίνει, αλλά η τρύπα του μένει…». Εν κατακλείδι θα πω, ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που λόγω της δομής του σε μικρότερα αφηγήματα, δεν “καταδυνάστευσε” τον χρόνο μου, αλλά σαν καλός φίλος, με περίμενε στην επόμενή μας συνάντηση. Είμαι σχεδόν σίγουρη, ότι θα επαναλάβουμε τις συναντήσεις μας πολλές φορές, στο όνομα της υπενθύμισης γεγονότων. Ένα βιβλίο που συνιστώ σε όσους θέλουν να ψηλαφίσουν το ιστορικό αποτύπωμα της Πόλης του περασμένου αιώνα.

Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη

Κυκοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα

Σχετικές δημοσιεύσεις