Γράφει η Νατάσα Μουτούση
Η πρόκληση για τον φιλότεχνο να εικάσει πιθανά στοιχεία έμπνευσης του δημιουργού και να δώσει ίσως και τη δική του ερμηνεία για έναν πίνακα ζωγραφικής, δε διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη νοηματική για ένα συγγραφικό έργο. Η έμπνευση του συγγραφέα, ο τρόπος γραφής και τα μηνύματα που εκπέμπονται τη στιγμή της ανάγνωσης για τον βιβλιόφιλο, δημιουργούν μία αλληλεπίδραση στον αναγνώστη. Η οπτική γωνία από την οποία αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης τις σκέψεις και τα νοήματα ενός βιβλίου είναι μία προσωπική υπόθεση.
Στην προκειμένη περίπτωση, στο «Μία Μέρα στο Παρίσι», το Παρίσι είναι μία πρόκληση από μόνο του για κάθε αναγνώστη. Ο συγγραφέας εκδηλώνει πάραυτα τη λατρεία του για την Πόλη του Φωτός και επιθυμεί να «σεργιανίσει» τον αναγνώστη στα βουλεβάρτα και στα πάρκα της. Δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες σε ένα χρονικό πλαίσιο ενταγμένο κοινωνικοπολιτικά στην εποχή του μεσοπολέμου και πιο συγκεκριμένα στο 1927. Είναι η εποχή που η πόλη βιώνει μία έκρηξη δημιουργικότητας με τη συγκέντρωση προσωπικοτήτων εξαιρετικής ιδιοφυΐας από όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους. Καλλιτέχνες με ανήσυχο πνεύμα, άνθρωποι «διωγμένοι» από τη χώρα τους για το χρώμα του δέρματός τους ή για μία άλλη διαφορετικότητα, αλλά και εκβιαστές και παραβατικοί βρίσκουν ιδανικό μέρος παραμονής εκεί.

Ο καθένας τους ήλθε στο Παρίσι με την ελπίδα να χαλκεύσει μία καινούργια ύπαρξη για τον εαυτό του.
Ο Άλεξ Τζόρτζ κάνει την επιλογή της παρουσίασης μερικών από τις καλλιτεχνικές αυτές προσωπικότητες της εποχής εκείνης, σε καθαρά όμως δευτερεύοντες ρόλους. Γιατί οι τέσσερις πρώτοι ρόλοι μοιράζονται σε τέσσερις ανθρώπους, τέσσερις ενδιαφέροντες χαρακτήρες, τρείς άνδρες και μία γυναίκα, με διαφορετικές καταβολές, που οι συγκυρίες θα τους κάνουν να συνδεθούν χωρίς οι ίδιοι, και εδώ είναι η διαφορά, να πληροφορηθούν ποτέ το παραμικρό. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τη μία αυτή συγκεκριμένη ημέρα και νύχτα από τη ζωή των πρωταγωνιστών που κρίνεται καθοριστική για τη ζωή τους, αφού έχει ενημερωθεί προηγουμένως για το υπόβαθρο πάνω στο οποίο έχει στηριχθεί αυτή η ζωή στους παρελθοντολογικούς χρόνους.
Ο Σούρεν Μπαλακιάν είναι ένας Αρμένης πρόσφυγας, κατατρεγμένος από τους Οθωμανούς το 1916 και, ως φυγάς, φορώντας το φόρεμα της μητέρας του για κάλυψη, καταφέρνει να σωθεί. Ταξιδεύει μερόνυχτα από Χαλέπι, Σις και Καισάρεια, διασχίζει δυτικά τη Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία, Μαυροβούνιο, Βοσνία, Ερζεγοβίνη και Ιταλία πριν καταλήξει στη Γαλλία εμφανώς εξαθλιωμένος. Από καθαρή τύχη, στην οικογένεια που τον περιθάλπει, ανακαλύπτει μερικές ξεχασμένες μαριονέτες. Η βαλίτσα με τις μαριονέτες τον συνοδεύει εφεξής, εκείνες «ζωντανεύουν» με την παρουσία τους έξω από την βαλίτσα κάθε βράδυ, σαν μία πολύτιμη συντροφιά του. Οι παραστάσεις που δίνει στο αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο, που στήνει στον κήπο του Λουξεμβούργου, είναι η αναπαράσταση της δικής του ζωής που δεν μπορεί να αντιπαρέλθει.
Ο Γκιγιόμ Μπλάν είναι Γάλλος ζωγράφος που τα βήματά του τριγυρίζουν ακατάπαυστα στο πλακόστρωτο στη Μονμάρτρη, αναζητώντας πελάτες, με την οικονομική του ένδεια να τον καθιστά ευάλωτο σε εκβιασμούς. Η γνωριμία του με τη γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέα Γερτρούδη Στάιν και τη σύντροφό της Άλις Τόκλας δεν τον βοηθά στα χρέη του, όπως ήταν εκ μέρους του το ευκταίο. Όπως ούτε και η βραχύβια ερωτική σχέση του με την Σουζάν Μοριάκ είναι διαχειρίσιμη. Απεναντίας, διακόπτεται άδοξα και επώδυνα. Παρακολουθεί, ο Γκιγιόμ, ανελλιπώς στο τσίρκο Μεντράνο τις χορεύτριες, σε μια προσπάθεια να αντλήσει έμπνευση, να ζωγραφίσει και να κάνει μια «έξοδο» από το οικονομικό τέλμα που έχει περιπέσει.
Ο Ζαν Πολ Μαγιόρντ είναι ένας δημοσιογράφος με αδυναμία στις συνεντεύξεις με τους Αμερικανούς που έχουν επιλέξει να παραμείνουν στο Παρίσι μετά τον πόλεμο. Εντυπωσιάζεται από τη γοητεία της Ζοζεφίν Μπέικερ, η οποία από την απόλυτη φτώχεια εισπράττει έναν ανεπανάληπτο προσωπικό θρίαμβο στο Παρίσι. Γνωρίζει τον περίφημο συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ και την αργή «ενηλικίωσή» του, έναν άνθρωπο για τον οποίο το Παρίσι είναι μία ατελείωτη παιδική χαρά. Επισκέπτεται το πασίγνωστο για την αίγλη του βιβλιοπωλείο Shakespeare and Company της Σίλβια Μπίτς στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, σημείο συνάντησης προσωπικοτήτων, εκτός των απλών, συνηθισμένων, πελατών. Προσωπικά τον Ζαν Πολ στιγματίζει το δικό του τραγικό παρελθόν.
Η Καμίλ Κλερμόν είναι η οικονόμος του πασίγνωστου Γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προύστ με τα δικά της μυστικά καλά κρυμμένα.. Όταν ο Προύστ της ζητάει, πριν το τέλος του που αισθάνεται ότι πλησιάζει, να καταστρέψει τα 32 σημειωματάριά του, που φυλάει στο σεντούκι δίπλα στο κρεβάτι του, η Καμίλ υπακούει. Υπακούει, αλλά,τ ην τελευταία στιγμή, αποφασίζει να κρατήσει μόνο ένα. Υποψιάζεται καθυστερημένα ότι στο περιεχόμενο των σημειώσεων αυτών έχουν ίσως παραβιαστεί δικαιωματικά της προσωπικά δεδομένα και, όταν αναζητά το τελευταίο σημειωματάριο που θεωρεί φυλαγμένο, αυτό έχει εξαφανιστεί.

Χωρίς να χρησιμοποιεί εκφραστικά μέσα με ιδιαίτερες εξάρσεις, ο Άλεξ Τζόρτζ στήνει ένα ρεαλιστικό πλαίσιο και γράφει ένα ανθρωποκεντρικό έργο με το θετικό πρόσημο του μη αναμενόμενου, ανατρεπτικού τέλους της ιστορίας που εκπλήσσει.
Είναι μύθος αυτή η ιδέα ότι μπορείς να αλλάξεις αυτό που είσαι ανεβαίνοντας απλώς σε ένα τρένο ή σε ένα πλοίο. Μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα αφήσεις πίσω. Η ιστορία σου θα σε κυνηγάει επίμονα, πέρα από σύνορα και ωκεανούς.
Μετάφραση: Αγορίτσα Μπακοδήμου
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας
Η Νατάσα Μουτούση γράφει κριτικές και απόψεις σε βιβλία μυθιστορηματικής θεματικής και μπορείτε να τη βρείτε στο Facebook πατώντας στον σύνδεσμο εδώ.