Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Κυριακή των Βαΐων
Σάββατο 9 Απριλίου βράδυ ξημερώνοντας Κυριακή, αρχίζει η Έξοδος του Μεσολογγίου. 10.500 περίπου κάτοικοι του Μεσολογγίου μετά από ένα χρόνο ασφυκτικής τουρκικής πολιορκίας, αποφασίζουν αντί να παραδοθούν στους εχθρούς, να δώσουν μια τελευταία μάχη, κάνοντας την ηρωική έξοδο. Αυτή η δύναμη και ο ηρωισμός ενέπνευσε καλλιτέχνες, λογοτέχνες και ζωγράφους που αφιέρωσαν πινελιές και στίχους στην πράξη τους αυτή, που έμεινε στην Ιστορία.

ΔΙΟΝΎΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι Μένουν οἱ Μάρτυρες μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα εἰς τὴν ἀνατολή, νὰ φέξῃ γιὰ νὰ βγοῦνε στὸ γιουρούσι, καὶ ἡ φοβερὴ αὐγή. Μνήσθητι, Κύριε, -εἶναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε, ἐφάνη! ἐπάψαν τὰ φιλιὰ στὴ γῆ . . . . . . . . Στὰ στήθια καὶ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια. Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῶ καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ ἐκεῖνο. Ἰδού, σεισμὸς καὶ βροντισμός, κι ἐβάστουναν ἀκόμα, ποὺ ὁ κύκλος φθάνει ὁ φοβερὸς μὲ τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα· κι ἐσκίστη ἀμέσως, κι ἔβαλε στῆς Μάνας τὰ ποδάρια, τῆς πείνας καὶ τοῦ . . . . . . . τὰ λίγα ἀπομεινάρια· τ᾿ ἀπομεινάρια ἀνέγγιαγα καὶ κατατρομασμένα, τὰ γόνατα καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ ῾ματοκυλισμένα. Καὶ βλέπω πέρα τὰ παιδιὰ καὶ τὲς ἀντρογυναῖκες γύρου στὴ φλόγα π᾿ ἄναψαν, καὶ θλιβερὰ τὴ θρέψαν μ᾿ ἀγαπημένα πράματα καὶ μὲ σεμνὰ κρεβάτια, ἀκίνητες, ἀστέναχτες, δίχως νὰ ρίξουν δάκρυ· καὶ γγιζ᾿ ἡ σπίθα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ λιωμένα ροῦχα. Γλήγορα, στάχτη, νὰ φανεῖς, οἱ φοῦχτες νὰ γιομίσουν. Εἶν᾿ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.
Κωστής Παλαμάς , Δόξα στὸ Μεσολόγγι (1926, ἀπαγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ποιητή, στὴν 100η ἐπέτειο τῆς Ἐξόδου στὸ Μεσολόγγι - ἀπόσπασμα) Γῆ, τοὺς ξάστερους πάντοτε οὐρανούς μου Κάθε λογῆς κόσμοι ἀστρικοὶ πλουμίζουν, Ἄστρα ποὺ σβύνουν καὶ ποὺ πέφτουν, ἄστρα Ποὺ τρεμοφέγγουν, Πλανῆτες, φωτοσύγνεφα, κομῆτες, Φῶτα χλωμὰ καὶ φῶτα θάμπωμα, ἥλιοι, Πὲς τὰ μαργαριτάρια καὶ χρυσάφια, Πὲς τὰ διαμάντια. Μὰ ἐσύ, ρουμπίνι ἀπ᾿ τοὺς ἀχνοὺς δεμένο Μαρτυρικῶν καὶ ἡρωικῶν αἱμάτων. Στὸν οὐρανὸ τῆς πλάσης, καθὼς εἶναι τοῦ πόλου τὸ ἄστρο, Τοῦ πόλου τὸ ἄστρο ἐσὺ στοὺς οὐρανούς μου Τῆς Δόξας, δόξα, ὦ Γῆ! Τὸ Μισολόγγι: Κι᾿ οἱ μὲ ὀνόματα μύρια γνωρισμένοι Κόσμο μου ποὺ εἶναι Κι᾿ οἱ ἀπὸ σπαθιοῦ καταχτητές, καὶ οἱ δάφνες Τῶν πολεμάρχων οἱ αἱματοβαμμένες, Κι᾿ οἱ Ἀλέξαντροι Κι᾿ οἱ Ἑφτάλοφες καὶ οἱ Νίκες Καὶ οἱ Σαλαμῖνες, Καὶ μὲ τὶς ἱστορίες οἱ πολιτεῖες Καὶ στόματα χρυσὰ καὶ οἱ Κυβερνῆτες Κι᾿ οἱ Ἠράκλειτοι τοῦ Λόγου καὶ τῆς Τέχνης παντοῦ κι᾿ οἱ Αἰσχύλοι, Ἀνήμποροι ὅπως κι᾿ ἂν σταθοῦν μπροστά σου, Καὶ σὲ μιᾶς τρίχας ἤσκιο νὰ θολώσουν Τὴν ξεκομμένη ἀπ᾿ τοῦ Κυρίου τὴν ὄψη Φεγγοβολιά σου. Μισολόγγγι. Χαρὰ τῆς ἱστορίας, Γῆ ἐπαγγελμένη. Πᾶνε ἑκατὸ χρόνια, Κι᾿ ἂς πᾶνε. Ἡ θύμηση ἄχρονη μπροστά σου Θὰ γονατίζει.

Το Μεσολόγγι (δημοτικό ποίημα) Να ῾μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ᾿ αψήλου ν᾿ αγνάντευα τη Ρούμελη το έρμο Μεσολόγγι πώς πολεμάει με την Τουρκιά με τέσσερις πασάδες. Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου, πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος σαν χαλάζι. Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής τους λέει: -Παιδιά βαστάτε τ᾿ άρματα και τα βαριά ντουφέκια και το μιντάτι έρχεται στεριά και του πελάγου. Μήτε μιντάτι έφτασε, μήτε βοήθεια φτάνει και οι κλεισμένοι ξόρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν. Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους και λίγοι ξεγλιστρήσανε πλέοντας μες στο αίμα.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Το Μεσολόγγι Στον τάφο του κλεισμένο, το Μεσολόγγι, σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο, δεν παραδίδει τα άρματα, δεν γέρνει το κεφάλι… Κρατεί για νεκροθάφτη του το Χρήστο τον Καψάλη. Το ράσο του Δεσπότη του φορεί για σάβανό του κι ως φλογερό μετέωρο πετά στον ουρανό του. Και θάβεται ολοζώντανο…! Στο διάβα του τρομάζουν τα αστέρια που το κοιτάζουν και ταπεινά μεριάζουν… Κλαρί δε φαίνεται χλωρό και το στερνό χορτάρι του μάρανε, το σκότωσε, το αράπικο ποδάρι.
Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, Σύγχρονο βραβευμένο ποίημα στις 24/11/2021 από Βάσω Τριανταφυλλίδου-Κηπουρού (Για τα 200 χρόνια από την Ελληνική επανάσταση) Ξανθομαλλούσα Άνοιξη πέρασε μ’ ομορφάδα σκόρπισε μύρα ακριβά, χάρισε τη λιακάδα. Το αεράκι φύσαγε και τρέμανε τα φύλλα, Μεσολογγίτες στη σκλαβιά ζούσαν μ’ ανατριχίλα. Σκελετωμένοι, άμοιροι, λες βγήκαν απ’ το μνήμα μύρια πουλιά στην ερημιά, τελειώσανε κι εκείνα. Γάτες, ποντίκια, ερπετά τα φάγαν ένα – ένα χορτάρι μέσα στους αγρούς δεν έμεινε κανένα. Μεσολογγίτες στη σκλαβιά κι η πείνα τους θερίζει, η μάνα βλέπει νηστικό το γιο της και δακρύζει. Βαριά τους σφίγγει ο κλοιός του Κιουταχή τ’ ασκέρια τους κόπηκε και η λαλιά, παρέλυσαν τα χέρια. Τα Βάγια σαν ξημέρωναν μια νύχτα μυρωμένη, γιουρούσι ετοιμάζανε να φύγουν οι καημένοι… Ο τόπος γέμισε Τουρκιά, μ’ αρβανιτιά οι δρόμοι το γένος ξεριζώθηκε το πνίξανε οι πόνοι. Το σχέδιο προδόθηκε, τίποτε πια δε μένει όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. Και… ο Καψάλης πέταξε στου ουρανού τα μέρη να πει με πόνο στο Θεό τη Λευτεριά να φέρει…