Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Δρομοκαΐτειο:15 Απριλίου 1896. Ο 47χρονος έγκλειστος Γεώργιος Βιζυηνός εγκαταλείπει τα εγκόσμια . Τέσσερα χρόνια έμεινε στο ίδρυμα ο σπουδαίος λογοτέχνης. Το 1892 παρουσίασε φρενοβλάβεια και κατέληξε έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο στις 14 Απριλίου του ίδιου έτους. Εκεί έζησε βυθισμένος στις παράλογες εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό, ερωτικό πάθος του για τη μικρή Μπετίνα, μαθήτριά του στο Ωδείο, την οποία ήθελε να παντρευτεί. Έχασε το μυαλό του και σύμφωνα με κάποιες πηγές επιχείρησε να την απαγάγει, ενώ λίγες μέρες πριν κλειστεί στο ψυχιατρείο, η εφημερίδα «Ακρόπολη» αποκάλυψε δύο απόπειρες αυτοκτονίας του.

Ο Γεώργιος Δροσίνης στα άπαντά του αναφέρει ότι ήτανε «τρελός ησυχώτατος», για αυτό του επέτρεπαν να κυκλοφορεί με τη συνοδεία ενός φύλακα, ελεύθερα στον κήπο με τα πεύκα. Εκείνος βέβαια πίστευε ότι επιτηρούσε ο ίδιος τον φύλακα. Παραμονές Χριστουγέννων του 1895 ένας δημοσιογράφος επισκέφθηκε στο Δρομοκαΐτειο τον μεγάλο λογοτέχνη, τον ξεχασμένο από όλους. Τον επισκέφθηκε για να του δώσει λίγη χαρά, στοργή, ζεστασιά για τις γιορτινές μέρες.
Ερράγησεν η ψυχή μου και δάκρυα επλημμύρησαν τους οφθαλμούς μου μόλις είδον εις μίαν γωνίαν, εξηπλωμένον επι κλιντήρος (πολυθρόνας ) κι ατενώς προσβλέποντα εις το κενόν με μίαν άφατον μελαγχολίαν διαχεομένην επι του προσώπου τον Γεώργιον Βιζυηνόν.
Έτσι άρχισε ο δημοσιογράφος το ρεπορτάζ του. Σε λίγες γραμμές έδωσε τη σκληρή εικόνα της κατάστασης που βρισκόταν ο μεγάλος εκείνος λογοτέχνης που πέρασε τα τελευταία του χρόνια στο Δρομοκαΐτειο, «εις εξοχικήν υγιειονοτάτην, ελάττον ώρας απέχουσα των Αθηνών, κείται ως γνωστόν επι της αμαξωτής οδού Ελευσίνος, πλησίον του Δαφνίου και λειτουργεί ανελλιπώς από της 1ης Οκτωβρίου 1889».
Η φυσιογνωμία την οποίαν άλλοτε εγνωρίσαμεν, είναι ολίγον εξηντλημένη, το αυτό γένειον, η αυτή φαλάκρα. Το ζωηρόν των οφθαλμών απεξηράνθη και το πυρ των εσβέσθη μαζί με την δάδαν του νού. Εμειδίασε μόλις με είδε.
-Γνωστή φυσιογνωμία, παρετήρησεν, τείνων μοι συγχρόνως την χείρα.
Ηθέλησα ευθύς εξ αρχής να τον προκαταλάβω, και αποσπάσω λογικήν τινα απάντησιν και δεν απέτυχον. -Δεν έτυχε να μάθετε, οτι η “Εστία” δημοσιεύει τώρα τον “Μοσκώβ Σελήμ” σας;
-Η “Εστία” τον “Μοσκώβ Σελήμ” μου;
Κι εσιώπησεν επί τινας στιγμάς, ωσεί προσπαθών να θέση εις τάξιν τον λαβύρινθον της μνήμης του.
Ναί, ναί, έχετε δίκαιον. Ετυχε μίαν απο αυτάς τας ημέρας να κρατή κάποιος εδώ πέρα το φύλλον της “Εστίας” και επειδή είδε το όνομά μου ήλθε και μου το έδειξεν. Αλήθεια, η “Εστία” έγινε καθημερινή ; Επαυσε το εύμορφον περιοδικόν της ;
Όχι, του είπον, εκδίδεται όπως πριν κατά οκταήμερον, όταν είσθε συνεργάτης, τώρα ανέλαβε την διεύθυνσίν της ο Ξενόπουλος.
-Ο Γρηγόρης; Τον κακομοίρη! Θα του κάμω κι εγώ κανένα καλό ποίημα, όταν εβγω απ΄εδώ μέσα. Το ζήτημα είναι να πεισθή ο βασιλεύς οτι τα 700 εκείνα εκατομμύρια δεν θα τα δώσω εις τον Δηλιγιάννην…
Οι σκηνές και οι εικόνες που περιγράφει ο δημοσιογράφος είναι συγκλονιστικές. Ο συγγραφέας των σπουδαίων έργων «το αμάρτημα της μητρός μου» και «ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», μιλά ασυνάρτητα, αναφέρεται σε φανταστικές συναντήσεις του με τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α’, του υπόσχεται ότι δεν πρόκειται να δώσει τα εκατομμύρια που έχει στον πολιτικό αντίπαλο του Τρικούπη, τον Δηλιγιάννη κι απαγγέλει ένα ωραίο του ποίημα, τη “Μαργαρώ”, με τα κατάμαυρα μάτια του να σπινθηροβολούν και μετά να χάνουν τη ζωντάνια τους, «η διάνοιά του να θολούται και τα μάτια του να ξαναπαίρνουν την χαύνουσα έκφραση και να αρχίζει να γελά…».
Ηγέρθην να αναχωρήσω.
-Μου κάμνετε την χάριν, είπε στρεφόμενος προς το μέρος μου, να προσφέρετε τους χαιρετισμούς μου, εις τον Παλαμάν και τον Δροσίνην…
-Υπάρχει καμία ελπίς, ιατρέ, ήτο η πρώτη μου ερώτησις μόλις εξήλθομεν της αιθούσης.
-Δυστυχώς ουδεμία, ούδ’ η αμυδροτέρα ακτίς ελπίδος, Πάσχει εκ προϊούσης γενικής παραλύσεως κι η νόσος του ευρίσκεται εις το τελευταίον της στάδιον.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός, διαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε παπά από τη Μονή Δαφνίου να τον μεταλάβει. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια, αλλά τα κείμενα του παραμένουν αθάνατα. Τον έθαψαν οι φίλοι του σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων κοντά σ’ ένα μαντρότοιχο του νεκροταφείου κι ο Παλαμάς διάλεξε ένα δικό του στίχο που του χαράξανε: «Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή, τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια»
Πότε τελειώνει η παιδική ηλικία του Βιζυηνού; Τη στιγμή που πεθαίνει.
Ι.Μ. Παναγιωτοπουλοσ
Σύντομο βιογραφικό
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό όνομα Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης) γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης το 1848. Σε πολύ νεαρή ηλικία τον στείλανε στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική, αυτός όμως κατόρθωσε να εισαχθεί σπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου μεταξύ των καθηγητών του είχε και τον ποιητή Ηλία Τανταλίδη.
Ο τυφλός Κωνσταντινουπολίτης καθηγητής διέκρινε στο νεαρό σπουδαστή ιδιοφυΐα και τον σύστησε στον εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη. Με δαπάνες του Ζαρίφη ο Βιζυηνός κατέβηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο. Κατόπιν πήγε στη Γερμανία και όταν αναγορεύτηκε διδάκτωρ κατέβηκε πάλι στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής του δραματικού τμήματος στο Ωδείο Αθηνών. Το 1892 προσβλήθηκε από φρενοβλάβεια και μετά από τέσσερα χρόνια πέθανε στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα του «Κόδρος» πού φοιτητής ακόμη στην Αθήνα το υπέβαλε σε ένα ποιητικό διαγωνισμό του 1874 και βραβεύτηκε. Το 1878 έστειλε από τη Γερμανία στον «Βουτσιναίο διαγωνισμό», συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Άρες μάρες κουκουνάρες» που βραβεύτηκε και αυτή. Το 1884 εξέδωσε στο Λονδίνο άλλη συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο «Ατθίδες αύραι». Όταν πλέον εγκαταστάθηκε στην Αθήνα δημοσίευσε διηγήματα και ποιήματα στα περιοδικά «Εστία» και «Διάπλασις των παίδων».

Σημαντικότερα έργα του
- Το μόνον της ζωής του ταξείδιον
- Το αμάρτημα της μητρός μου
- Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου
- Μοσκώβ Σελήμ