Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Έχει απαντήσει με τους στίχους του στο βασικό, πανανθρώπινο και διαχρονικό ερώτημα: «πώς μπορώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος». «… αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος…». Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ο ποιητής των απλών ανθρώπων, ο ποιητής της δύναμης και του αγώνα, ο ποιητής του έρωτα. Η ποίησή του συμβουλεύει, φροντίζει και χαρίζει αγάπη στον κόσμο. Δικαίως θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ερωτικός, επικός και βαθιά επαναστατικός.

Γεννημένος στην Αθήνα, το βράδυ της Ανάστασης του 1922, έζησε και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Σπούδασε Νομική, αλλά τον κέρδισε η λογοτεχνία. Αριστερός, κυνηγημένος και πάντα υπερασπιστής της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Λέγεται πως η νύχτα της Κατοχής, τον βρίσκει στην Νομική Σχολή όπου και φοιτούσε. Μετά την ζοφερή είδηση, μαζί με τους συντρόφους του γυρνούν όλα τα στενά και τα δρομάκια της πόλης γράφοντας συνθήματα υπέρ της ελευθερίας, δημιουργώντας έτσι αυτό που ονομάζουμε «ποίηση του δρόμου»…
Στην ποίησή του πρωταγωνιστούν έρωτες ανέλπιδοι και ανεκπλήρωτοι, ανέφικτοι και οδυνηροί. Μήπως επειδή, μόνο μέσα από το ανολοκλήρωτο μπορούμε να συνεχίσουμε την αναζήτηση; Ή μήπως κάποιοι έρωτες δεν τα κατάφεραν επειδή δεν υπήρξαν τελικά;…Ο λόγος του πολιτικός, καταγγελτικός, με κεντρική έννοια τον άνθρωπο, αγκαλιάζει όλους τους ηττημένους της ζωής. Λατρεύει το περιθώριο και κάνει φίλους του ζητιάνους, πόρνες, μέθυσους και κατατρεγμένους.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονους συμβολισμούς, κυρίως, όταν διηγείται τις ημέρες της εξορίας και των βασανισμών του. Έντονα σουρεαλιστής, ειδικά, όταν αναφέρεται στις ημέρες της φυλάκισής του και στους συγκρατούμενούς του. Χρησιμοποιεί αλληγορίες, όπως όταν περιγράφει τον αγώνα ενός μικρού ζωυφίου που προσπαθεί να αναρριχηθεί στον τοίχο του κελιού για να φτάσει το παράθυρο, να δει τον ουρανό. Συνεχώς γλιστράει, πέφτει κάτω, αλλά όμως προσπαθεί συνέχεια μέχρι να το καταφέρει. Έτσι και ο λαός, που δεν πρέπει να σταματάει τους αγώνες για το κοινό καλό.

Μετά το 1945 και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ελευθερώνεται, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα. Αρνείται να υπογράψει δήλωση μετανοίας, ξανά συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Άι Στράτη. Εκεί γράφει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Το περιεχόμενο θεωρείται ανατρεπτικό και το 1955 δικάζεται για υποκίνηση επανάστασης και υπονόμευση της δημοκρατίας. Στο δικαστήριο θα σταθούν στο πλευρό του πολλές προσωπικότητες των τεχνών και των γραμμάτων. Όταν τον καλούν στο βήμα βγάζει έναν πύρινο λόγο και ο μόνος τρόπος να τον κάνουν να σωπάσει είναι να τον αθωώσουν. Εκείνος παρόλα αυτά συνεχίζει να μιλά. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεχίζει να υπερασπίζεται τους αδύναμους και φυσικά τον ίδιο… τον έρωτα.
Ο Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων» και έχει λάβει το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα») και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»). Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου». Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.

Αποσπάσματα από το έργο του
Kι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας, τα βιβλία μου, στέρεα και απλά, θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια, ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον, είμαστε κιόλας νεκροί.
Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ “μια μικρή ανεμώνη.” έτσι ξέχασα να ζήσω.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι. Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα, αλλά εκείνη αρνείται.
Ένα σπίτι για να γεννηθείς ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις ένας στίχος για να κρυφτείς ένας κόσμος για να πεθάνεις.
…Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου. Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας…» «Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας»
Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά, που άναψες τον καημό μου είσαι μικρός και δε χωράς τον αναστεναγμό μου…» «Βρέχει στη Φτωχογειτονιά», μελοποίηση Μίκης Θεοδωράκης
Ήταν ατέλειωτη η μέρα κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα τους άντρες παίζαμε κρυφά. Τώρα η μέρα σε τρομάζει, γύρω αποτσίγαρα σωρός και πια δεν είναι γυρισμός, γερνάς και σκοτεινιάζει. Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι, πέτρες στην τσέπη της ποδιάς μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι για να σε κάνει να πονάς. «Γερνάς και σκοτεινιάζει», μελοποίηση Μάνος Λοΐζος.