Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Πώς το βιώνει η Πηνελόπη Δέλτα λίγες ώρες πριν αυτοκτονήσει, και πώς η λογοτεχνία επικουρεί την ιστορική γνώση; Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από το ιστορικό μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου, «Ιστορία χωρίς όνομα», για τις ύστατες στιγμές της Πηνελόπης Δέλτα αλλά και τις ύστατες στιγμές της ελεύθερης Ελλάδας.

Κυριακή 27 Απριλίου 1941. Ώρα 9:20 Ο κύριος Δέλτα έχει καθίσει στην άκρη του καναπέ και περιγράφει στις δύο γυναίκες αυτά που συμβαίνουν στην Αθήνα, σύμφωνα με τα όσα του μετέφεραν οι συνομιλητές του στα τελευταία τηλεφωνήματα εδώ και στο σπίτι του Κριεζή.
Στις οκτώ ακριβώς φάνηκαν τα πρώτα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. «Ο Αλέξης Ρήγας τούς είδε στην Πλατεία Αμερικής. Οδηγούσαν αυτές τις μοτοσικλέτες με το καλάθι στο πλάι και το πολυβόλο. Από πίσω έρχονταν ελαφρά τεθωρακισμένα, που είχαν στο καπό στερεωμένη τη γερμανική σημαία».
Ένας άλλος φίλος, ο Γρηγόρης Στασινός, βρισκόταν στο ύψος του ξενοδοχείου Σίτι Πάλας, επί της Σταδίου. «Άκουσε έναν φοβερό θόρυβο μηχανής. Γύρισε να κοιτάξει. Μια γκρίζα στρατιωτική μοτοσικλέτα ανέβαινε από την περιοχή της Ομονοίας με κατεύθυνση την Πλατεία Συντάγματος. Πέρασε από μπροστά του. Ο οδηγός δεν κινούσε το βλέμμα του τριγύρω. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στην ευθεία του δρόμου. Πίσω από το κάθισμά του ήταν διπλωμένη μια κόκκινη σημαία με εμφανή τη μαύρη σβάστικα». Ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του. Οι Γερμανοί μπήκαν σε μια έρημη πόλη.
Ο Γιώργος Τάτσης άκουσε τις μπότες τους να χτυπούν στον δρόμο μέσα από τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού του στην Ερμού. Άκουσε και το βουητό του τανκ.
Ούτε πλήθη στα πεζοδρόμια ούτε χειροκροτήματα, «εν αντιθέσει με το Παρίσι». Ελάχιστοι άνθρωποι βρίσκονται αυτή την ώρα έξω.
Τους υποδεχτήκαμε με την περιφρόνηση που τους αξίζει, Πένη. Ο λαός δεν έπεσε στα γόνατα. Δε ζήτησε οίκτο. Υπήρξαν κάποιοι που χειροκρότησαν, αλλά αυτοί ήταν γερμανικής καταγωγής ή υπάλληλοι της πρεσβείας τους.

Μια από τις μηχανοκίνητες φάλαγγες κατηφόρισε την Ακαδημίας και μπήκε στην Πλατεία Κάνιγγος. Σταμάτησε. Οι Γερμανοί στρατιώτες αποβιβάστηκαν από τα άρματα και όρμησαν στις νεραντζιές. Έκοβαν τις φλούδες των φρούτων, νομίζοντας μάλλον ότι είναι πορτοκάλια, και ύστερα τα έφτυναν αποδοκιμάζοντας με φωνές την πικρή τους γεύση.
Τελικά η κύρια πομπή των εισβολέων μπήκε από τη λεωφόρο Κηφισίας στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, πέρασε μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και από κει έφτασε στην Ακρόπολη, όπου κάποιος ίλαρχος Γιακόμπι –ο άνθρωπος που πριν από λίγα λεπτά είχε εκφωνήσει το ραδιοφωνικό μήνυμα στα γερμανικά– υπέστειλε τη γαλανόλευκη και στη θέση της ύψωσε τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Η Μαριάνθη ξεσπάει. «Και ο καημένος ο φρουρός έπεσε από τον βράχο μην αντέχοντας την ντροπή! Το άμοιρο το Ελληνόπουλο! Να του τύχει τέτοια στιγμή στη ζωή του».
«Ακούστηκε ότι πήδηξε στον γκρεμό τυλιγμένος με τη σημαία», σημειώνει ο κύριος Δέλτα.
«Θεέ μου…» ψελλίζει η Μαριάνθη. Το ραδιόφωνο έχει πάψει να μεταδίδει ειδήσεις. Κάτι μονότονες σονάτες διαδέχονται η μία την άλλη.
Η κυρία Δέλτα έχει κουραστεί. Δεν αντέχει άλλα λόγια, άλλους ήχους, άλλες φωνές.
Ο κύριος Δέλτα συνεχίζει την αφήγησή του.
Μέχρι στιγμής η σβάστικα, πλην της Ακρόπολης και του Δημαρχείου, έχει υψωθεί στη Γερμανική Πρεσβεία, στη Γερμανική Ακαδημία και στα ξενοδοχεία Μεγάλη Βρεταννία και Κινγκ Τζορτζ. Αντιπροσωπείες Γερμανών έχουν καταλάβει το Δημαρχιακό Μέγαρο, το Υπουργείο Εσωτερικών, το Ταχυδρομείο και το Τηλεγραφείο. Υπολογίζεται ότι μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι θα έχουν μπει σε όλα τα σημαντικά δημόσια κτίρια.
Φημολογείται ότι διοικητής της Ελλάδος θα αναλάβει ο πρίγκιπας Έρμπαχ, προσωρινά τουλάχιστον.
Η κυρία Δέλτα γνωρίζει τον Φον Έρμπαχ. Είναι ο Γερμανός πρεσβευτής. Ψηλός, με μάτια ανέκφραστα, που φαντάζουν γυάλινα. Ζει καιρό στην Αθήνα, σ’ εκείνη την εντυπωσιακή έπαυλη του Ψυχικού, μαζί με την κατάξανθη σύζυγό του, μια γυναίκα που δεν καταδέχεται ν’ ακουμπήσει ούτε τα τραπεζομάντιλα του νοικοκυριού της. Αχ, Ίων, (Σημ: Δραγούμης) ήσουνα η ελπίδα μου για το μέλλον της Ελλάδας. Δες πού φτάσαμε χωρίς εσένα.
«Η κατοικία του Έρμπαχ είναι το σημείο όπου σπεύδουν όλοι οι υψηλόβαθμοι Γερμανοί αυτή την ώρα», συνεχίζει ο κύριος Δέλτα. «Μου είπαν ότι εθεάθη να μπαίνει και ο Χόχενμπεργκ. Έλαμπε το πρόσωπό του. Μόλις τον είδαν οι Γερμανίδες της πρεσβείας, τον χαιρέτησαν ναζιστικά φωνάζοντας Χάιλ Χίτλερ. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Έρμπαχ και ο Χόχενμπεργκ θα πήγαν μαζί στο καφενείο Παρθενών για την παράδοση της πόλης».
Κλεμ φον Χόχενμπεργκ. Ναι, τον ξέρει κι αυτόν η κυρία Δέλτα.
Είναι ο στρατιωτικός ακόλουθος της Γερμανίας που μέχρι σήμερα το πρωί βρισκόταν υπό κατ’ οίκον περιορισμό, φρουρούμενος από ομάδα αστυνομικών του Κέντρου Αλλοδαπών. Η πολυετής παραμονή του στην πρωτεύουσα έχει αφήσει εποχή στους κοσμικούς κύκλους. Γυναικάς. Πότης. Φαιδρό υποκείμενο. Επίσης για τη θέση του φρούραρχου της πόλης προαλείφεται κάποιος αντισυνταγματάρχης ονόματι Φον Σέιμπεν. Μια πληροφορία από το Υπουργείο Εσωτερικών λέει ότι το απόγευμα αυτός ο Φον Σέιμπεν θα καλέσει στο Δημαρχιακό Μέγαρο τους διευθυντές των αθηναϊκών εφημερίδων για να τους δηλώσει ότι…» ο κύριος Δέλτα βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτάκι στο οποίο έχει σημειώσει το μήνυμα: «…Δεν ερχόμεθα ως εχθροί, αλλά ως φίλοι φέροντες την ειρήνη εις την Ελλάδα. Η μακρά φιλία, η οποία μας συνδέει με την Ελλάδα, θα αναζωπυρωθεί εντός ολίγων ημερών…»

Φιλία. Ειρήνη.
Η κυρία Δέλτα νιώθει το στομάχι της να σφίγγεται. Τι εμπαιγμός. Η Ελλάδα βούλιαξε στην κόλαση, σβήνεται από τον χάρτη.
Τόσα χρόνια παλέψαμε για ιδέες, οράματα, σκέφτεται. Πήραμε πίσω πατρίδες που μας είχαν κλέψει. Ο Μακεδονικός Αγώνας. Το αίμα που χύθηκε στα Βαλκάνια. Άλλοι πολεμούσαν, άλλοι έγραφαν. Και τι καταφέραμε; Αποτύχαμε οικτρά, και πρώτη απ’ όλους εγώ.
Ο κύριος Δέλτα σηκώνεται. «Αυτά λοιπόν γνωρίζουμε ως τώρα».
Ευτυχώς ολοκλήρωσε… Γιατί εκείνη έχει κουραστεί. Δεν αντέχει άλλα λόγια, άλλους ήχους, άλλες φωνές. Θέλει όλα να ησυχάσουν. Θέλει σιωπή. Τη σιωπή μας.
Όταν πλέον το όνειρό τους είχε σκορπίσει στους ανέμους της μοίρας, εκείνος της έστειλε ένα γράμμα.
Λοιπόν τι μένει; της έγραφε. Η ΣΙΩΠΗ. Αυτή ας πλακώσει σαν πλάκα τάφου τις δυο ψυχές μας […]
[…] Είχαν βγει από τη μοναξιά τους οι δυο ψυχές μας και μιλήθηκαν, και η μια ηύρε στην άλλη χάρη και εμορφιά, και αγαπήθηκαν και φιλήθηκαν, και πόνεσαν, και ήλθε ένας καιρός να γυρίσουν πίσω η κάθε μια στη μοναξιά της, και λυπήθηκαν και μαράθηκαν, και σώπασαν.
Και το γράμμα τελείωνε:
Και πλάκωσε τις δυο ψυχές η πλάκα της ΣΙΩΠΗΣ, της σιωπής και μοναξιάς.
«Το ξέρω πως είμαι τρελή∙ μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει…»
Ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για το πάθος και την απώλεια, για τον έρωτα και την μνήμη, για τις δεσμεύσεις της οικογένειας, για το σκοτάδι του πολέμου και τις πιο δραματικές στιγμές της Ελλάδας. Μελετώντας τα ημερολόγιά της, ο Στέφανος Δάνδολος αποτίει φόρο τιμής στον εύθραυστο ψυχισμό της σπουδαιότερης Ελληνίδας συγγραφέως του 20ου αιώνα.