Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Παλιά, πολύ παλιά ζούσε στην Επαρχία Μοροσούκι της Ιαπωνίας ένας καλός αγρότης που τον έλεγαν Τοκουμπέι. Ο Τοκουμπέι αγάπησε και παντρεύτηκε μια πολύ καλή και όμορφη γυναίκα, την Χαμάκο. Η τύχη όμως δεν ήταν μαζί τους. Λίγο καιρό μετά το γάμο η Χαμάκο γέννησε ένα όμορφο αγοράκι, τον Γιανάκι, αλλά πέθανε πάνω στη γέννα. Ο Τοκουμπέι θεώρησε υποχρέωσή του μεγαλώσει μόνος του τον Γιανάκι. Έσφιξε λοιπόν την καρδιά του και προχώρησε…
Μετά από λίγο καιρό φύτρωσε στην αυλή του σπιτιού του ένα παράξενο δεντράκι… Έλεγαν οι πιο παλιοί στην Ιαπωνία ότι όταν φυτρώσει ένα δέντρο ίσως να είναι η ψυχή αυτού που έφυγε… Το δέντρο μεγάλωσε γρήγορα και έγινε πολύ όμορφο με πράσινο και δροσερό φύλλωμα. Ο μικρός Γιανάκι αγαπούσε πολύ αυτό το δέντρο. Το πότιζε και το φρόντιζε κάθε μέρα. Ανέβαινε πάνω στα κλαδιά και καθόταν όπως τα γατάκια και περνούσε πολλές ώρες εκεί. Μυστήριο… Ποιος να ξέρει άραγε;
Έτσι μεγάλωσε το δέντρο, μεγάλωσε κι ο μικρός Γιανάκι και έγινε ένα ευγενικό παιδάκι δέκα χρονών. Τα πράγματα όμως άλλαξαν και συμμορίες ληστών άρχισαν να κάνουν επιδρομές στο χωριό ξανά και ξανά. Το χωριό κινδύνευε να καταστραφεί. Ο άρχοντας του χωριού μάζεψε τους κατοίκους και τους ζήτησε να προσφέρουν ότι έχουν -ξύλα, μέταλλα- για να φτιάξουν όπλα και φράχτες να αντιμετωπίσουν τους ληστές. Πήγε και στον πατέρα του Γιανάκι και τον παρακάλεσε να κόψουν το δέντρο για να σωθούν. Ο Τοκουμπέι δίστασε αλλά αναγκάστηκε να συμφωνήσει.
Την άλλη μέρα έφερε ο άρχοντας τους ανθρώπους του με τσεκούρια για να κόψουν το δέντρο. Ο Γιανάκι άρχισε να κλαίει. Κι όσο έκλαιγε το δέντρο γινόταν όλο και πιο σκληρό, σαν πέτρα. Χτύπαγαν, χτύπαγαν αλλά το δέντρο δεν έπεφτε. Έφεραν κι άλλους άντρες και στο τέλος κατάφεραν να το ρίξουν κάτω. Αλλά όταν προσπάθησαν να το τραβήξουν το δέντρο έγινε βαρύ σαν σίδερο. Ό,τι και να έκαναν δεν μπορούσαν να το μετακινήσουν. Το άφησαν για την επόμενη μέρα και έφεραν ενισχύσεις. Τίποτα! Όσο έκλαιγε ο Γιανάκι τόσο περισσότερο βάραινε το δέντρο. Αδύνατο να το μετακινήσουν!

Ο πατέρας του Γιανάκι κάτι υποψιάστηκε… κάτι είχε καταλάβει. Πήρε λοιπόν τον Γιανάκι και του εξήγησε ότι πρέπει να σταματήσει να κλαίει και ότι το δέντρο έπρεπε να μεταφερθεί για να σωθεί το χωριό. Ο Γιανάκι ήταν έξυπνο παιδί και κατάλαβε…Πήρε την απόφαση, σηκώθηκε, πλησίασε αργά το δέντρο, άπλωσε το χέρι του, χάιδεψε για τελευταία φορά τα φύλλα, έπιασε ένα κλαδάκι και είπε… «πάμε…».
Και …τότε, έγινε κάτι που κανένας δεν φανταζόταν! Το δέντρο σύρθηκε απαλά σαν πούπουλο και ο Γιανάκι το παρέδωσε στον άρχοντα…
«Παράξενα πράγματα», σκέφτηκαν όλοι. «Πού τη βρήκε τόση δύναμη ένα μικρό παιδάκι;…»
Το χωριό κατάφερε τελικά να σωθεί από τους ληστές…
Το πιο καλό όμως σ’ αυτή την ιστορία δεν το ξέρετε. Λίγες μέρες μετά φύτρωσε στην ίδια θέση ένα ολόιδιο δεντράκι, όμορφο σαν το παλιό και ο μικρός Γιανάκι ξαναβρήκε τη χαρά του…
(Άρθρο του Βαγγέλη Παπαμιχαήλ. Psaxna.gr).

Λευκάδιος Χερν (Λευκάδα, 27 Ιουνίου 1850 – Τόκιο, 26 Σεπτεμβρίου 1904) ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn).
Γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι , ήταν διεθνής συγγραφέας ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία, ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας. Πηγή: Wikipedia.