(15 Ιανουαρίου 1902-3 Ιουνίου 1963)
Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Ένας από τους σημαντικότερους Τούρκους λογοτέχνες του 20ου αιώνα, ο «γίγαντας με τα γαλανά μάτια» όπως τον αποκαλούσαν. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είχε πατέρα στρατιωτικό. Σύντομα μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη και το 1917 μπαίνει στη Ναυτική Σχολή Αξιωματικών όπου φοιτά ως δόκιμος, όμως μία πλευρίτιδα τον εμποδίζει να υπηρετήσει ως αξιωματικός. Το 1921 αποφασίζει να συνταχθεί με τον Κεμάλ Ατατούρκ. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας συναντά Τούρκους φοιτητές που είχαν απελαθεί από τη Γερμανία και από αυτούς έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις ιδέες του Μαρξ, του Έγκελς και του Λένιν.

Παρακολουθώντας τη ζωή των αγροτών αντιλαμβάνεται τις οξυμένες ταξικές ανισότητες. Ζητάει να σταλεί στο μέτωπο, αλλά ο Κεμάλ βλέποντας τα πνευματικά του χαρίσματα, τον διορίζει δάσκαλο στην πόλη Μπόλου όπου έγινε και διευθυντής. Εκεί θα μάθει για την Οκτωβριανή Επανάσταση και γοητευμένος από αυτήν θα θελήσει να ταξιδέψει στη Σοβιετική Ένωση για να δει από κοντά τα όσα είχε ακούσει. Φτάνοντας στη Μόσχα αρχίζει τις σπουδές του στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής και έρχεται σε επαφή με μέλη του πνευματικού κόσμου όπως ο Μαγιακόφσκι και διάφορους άλλους καλλιτέχνες. Το 1922 γίνεται μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Το 1924 πεθαίνει ο Λένιν και ο Ναζίμ είναι στην τιμητική φρουρά στο φέρετρο. Το 1925 επιστρέφει στην Τουρκία και συνεργάζεται ως δημοσιογράφος για τα περιοδικά διαφώτισης που πρόσκεινται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας. Ενώ κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος οι κομμουνιστές διώκονται και ο Ναζίμ Χικμέτ φτάνει στη Σμύρνη για να οργανώσει ένα παράνομο τυπογραφείο για το κόμμα. Καταδικάζεται ερήμην σε 15 χρόνια φυλακή.
Μεταμφιεσμένος και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα δραπετεύει στη Σοβιετική Ένωση όπου γράφει ποιήματα και πάνω από 30 θεατρικά που όμως δεν διασώθηκαν. Το 1928 καταδικάζεται στην Τουρκία ερήμην σε 3 μήνες φυλάκιση. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, επιστρέφοντας παράνομα στην Τουρκία συλλαμβάνεται στα σύνορα και φυλακίζεται στην Άγκυρα από όπου αποφυλακίζεται μετά από κράτηση 7 μηνών.
Το 1929 εκδίδει την ποιητική συλλογή “835 στίχοι”. Στη συλλογή περιλαμβάνονται ποιήματα που έγραψε στη Σοβιετική Ένωση και η καινοτόμα μορφή και το περιεχόμενο αρχίζουν να τον κάνουν αναγνωρίσιμο. Η ποιητική του συλλογή «Η πόλη που έχασε τη φωνή της» είναι εμπνευσμένη από μία μεγάλη απεργία στα τουρκικά μέσα μεταφοράς και είναι η αιτία που θα συλληφθεί. Στη δίκη που θα ακολουθήσει, οι δικαστές δε θα τολμήσουν να τον καταδικάσουν, φοβούμενοι τις λαϊκές αντιδράσεις και το μεγάλο ακροατήριο που παρακολουθούσε τη δίκη δια ζώσης. Το 1933 συλλαμβάνεται ξανά και απαγορεύεται η κυκλοφορία της ποιητικής του συλλογής. Μεταφέρεται στις φυλακές της Προύσας όπου ξεκινά τη συγγραφή του σπουδαίου έργου «Το έπος του σεΐχη Μπεντρεντίν». Ο εισαγγελέας προτείνει να του επιβληθεί η θανατική ποινή. Το 1934 καταδικάζεται σε 5 χρόνια φυλάκιση και μετά από 8 μήνες αποφυλακίζεται με τη Γενική Αμνηστία. Το 1938 συλλαμβάνεται ξανά και περνά στρατοδικείο κατηγορούμενος ψευδώς για υποκίνηση σε ανταρσία και καταδικάζεται σε 15 χρόνια φυλακή. Το 1939 καταδικάζεται σε ακόμα 20 χρόνια φυλακή και το 1940 οδηγείται πάλι στις φυλακές της Προύσας.

Το 1941 ξεκινά τη συγγραφή του μνημειώδους έργου «Ανθρώπινα τοπία» αλλά αρχίζει να υποφέρει από διάφορες παθήσεις και αϋπνίες. Το 1945 ξεκινά τη συγγραφή ποιημάτων με τη μορφή επιστολών προς τη γυναίκα του με τίτλο «Ποιήματα των 9:10», τα οποία ξεφεύγουν από την τεχνοτροπία της εποχής του, καθώς δεν έχουν ούτε μέτρο ούτε ομοιοκαταληξία. Συνεχίζει με τα «Ανθρώπινα τοπία» και παράλληλα τα «Ρουμπαγιάτ», σε παραδοσιακή μορφή περσικών τετράστιχων. Το 1948 τα προβλήματα υγείας του επιδεινώνονται.
Ξεσπά κύμα διεθνιστικής αλληλεγγύης και διανοούμενοι όπως οι Ελυάρ, Κιουρί, Νερούντα, Σάρτρ, Πικάσο ζητούν την άμεση απελευθέρωση του. Το 1950, μετά από αλλεπάλληλες απεργίες πεινάς, επιτέλους αποφυλακίζεται. Την ίδια χρονιά τού απονέμεται το Βραβείο Ειρήνης, όμως η τουρκική κυβέρνηση του απαγορεύει να παρευρεθεί στην τελετή στη Βαρσοβία. Το 1951 καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία με το τουρκικό κράτος να επιχειρεί να τον εξαφανίσει στην ενδοχώρα. Ωστόσο, εκείνος θα αποδράσει και μέσω ενός ρουμανικού πλοίου φτάνει στο Βουκουρέστι και από εκεί στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί τον υποδέχονται με τιμές ενώ το τουρκικό κοινοβούλιο τον ανακηρύσσει προδότη και του αφαιρεί την τουρκική υπηκοότητα.
Το 1952 αφιερώνει στον Νίκο Μπελογιάννη ένα ποίημα. Την ίδια χρονιά παθαίνει την πρώτη καρδιακή προσβολή, ενώ βρίσκεται στην Κίνα, και λίγους μήνες μετά παθαίνει και μία δεύτερη, κατά τη διάρκεια μιας πορείας κατά του πολέμου της Κορέας που έγινε στο Βερολίνο. Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας συνεχίζει να στηρίζει τους λαούς που αγωνίζονται. Έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλη τη γη εκτός από τις ΗΠΑ που την εποχή εκείνη κυριαρχούσε ο Μακαρθισμός και δεν του ενέκριναν βίζα. Σε ένα από τα ταξίδια του γνωρίζει και τον Γιάννη Ρίτσο που θα μεταφράσει πολλά από τα έργα του στα ελληνικά. Το 1962 ανακηρύσσεται σοβιετικός πολίτης. Ξεκινά το μοναδικό του μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία «Η ζωή είναι ωραία αδελφέ μου» που εκδόθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Στις 3 Ιουνίου του 1963, στη Μόσχα, παθαίνει τρίτη καρδιακή προσβολή, που είναι και η μοιραία, αφήνοντας την τελευταία του πνοή σε ηλικία 61 ετών.

Ο Χικμέτ είναι ένας από τους κορυφαίους ποιητές όλου του κόσμου και έχει αφήσει μία τεράστια παρακαταθήκη από σπουδαία ποιητικά και θεατρικά έργα τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες. Το 2009 η κυβέρνηση του Ερντογάν ,μετά θάνατον, του αναγνώρισε την τουρκική υπηκοότητα αλλά δεν ικανοποίησε και την επιθυμία του να ταφεί κάτω από οποιοδήποτε δέντρο στην Τουρκία. Πολλοί λογοτέχνες, όπως ο νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, έχουν υποστηρίξει ότι η περίπτωση του Χικμέτ είναι ένα παράδειγμα της καταπίεσης των διανοούμενων στη σύγχρονη Τουρκία.
- «Να μάθεις να πετάς. Αύριο ίσως να μας πάρουν και τους δρόμους».
- «Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος. Το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι».
- «Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα».
Μονάκριβή μου ἐσὺ στὸν κόσμο μοῦ λὲς στὸ τελευταῖο σου γράμμα: «πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου, Ἂν σὲ κρεμάσουν, ἂν σὲ χάσω θὰ πεθάνω». Θὰ ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις, Ἡ ἀνάμνησή μου σὰν μαῦρος καπνὸς θὰ διαλυθεῖ στὸν ἄνεμο. Θὰ ζήσεις, ἀδελφή με τὰ κόκκινα μαλλιὰ τῆς καρδιᾶς μου Οἱ πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν πιότερο ἀπό ῾να χρόνο τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα. Μάνος Λοΐζος. Άλμπουμ: «Γράμματα στην αγαπημένη»