Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
10 Ιουνίου 1944 Ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου συνέβη στο Δίστομο με τη σφαγή 228 αμάχων και την πυρπόληση του χωριού από τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Η εντολή ήταν σαφής: «Δε θα αφήσετε ούτε γάτα ζωντανή». Αυτή η θηριωδία των Ναζί, που έγινε για λόγους αντεκδίκησης, έχει μείνει ατιμώρητη μέχρι και σήμερα… Η τραγικότητα του συμβάντος ενέπνευσε μεγάλους Έλληνες λογοτέχνες που, μέσα από την τέχνη τους, έστειλαν πανανθρώπινα μηνύματα ιστορικής μνήμης.

Νικηφόρος Βρεττάκος. Από το αφιέρωμα για τα 50 χρόνια από τη σφαγή του Διστόμου 1944-1994, περιοδικό Εμβόλιμον (Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας), Ιούνιος 1994, Μελοποιήθηκε το 2012 για τις εκδηλώσεις μνήμης του Διστόμου.
«Επιμνημόσυνη γονυκλισία»
Δεν σας ξεχάσαμε. Είναι η καρδιά μας ένα ευρύ πεδίο αναστάσεως. Δεν σας αφήσαμε άνιφτους κι άντυτους, όλο αίματα, τρύπες και χώματα. Μάρτυς ο ήλιος μας δεν σας ξεχάσαμε! Η καρδιά μας μεγάλωσε, απόχτησε ουρανό με σελήνη κι αστέρια δικά της, λαμπρά, για τους ήρωες, τους μάρτυρες, τους αγίους της. Σκηνώσατε μέσα της κι υπάρχει απ' όταν χάσατε εδώ τα παιδιά και τα σπίτια σας. Υπάρχετε μέσα κι έξω από μας, στα δέντρα που φυτέψατε και ψήλωσαν, άνθισαν, κάρπισαν μόνα τους, δίχως εσάς. Δεν σας ξεχάσαμε!... Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι δεν φταίμε εμείς. Σε τούτο τον τόπο είναι πολλά αυτά που το ύψος τους φαίνεται δύσκολα. Περιβλημένες από ένα πλατύγυρο φως καμωμένο από διάφανο αίμα οι μορφές σας, στέκουν πάνω απ' την ποίηση. Δε χωράνε στη μουσική. Ούτε φθόγγοι ούτε λέξεις δεν φτάνουν να φτιάξουμε, ωραίο-ωραίο, καθώς θα της ταίριαζε, ένα ένδυμα στη θυσία σας. Αν μπορείτε ν' ακούσετε τη σιωπή μας, ακούστε τη αδελφοί. Συγχωρέστε μας. Δεν σας ξεχάσαμε!

Ηλίας Βενέζης. Επτά χρόνια μετά τη σφαγή, στο φύλλο της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ», της 15ης Μαΐου 1951, στη στήλη Ιστορικό Αρχείο, ο σπουδαίος συγγραφέας και πολυετής συνεργάτης της εφημερίδας, Ηλίας Βενέζης, γράφει για τη μαύρη αυτή ημέρα της Ελληνικής Ιστορίας.
Γιατί θυμόμαστε σήμερα το Δίστομο και το αποσπούμε από την περιοχή του λησμονημένου καιρού; Ω, είναι μια μικρή είδηση στις εφημερίδες. Μάς είχανε παραδώσει, λέει, οι σύμμαχοι, για να τον δικάσουμε τον Γερμανό αξιωματικό, τον δήμιο του Διστόμου. Τον είχαμε στις φυλακές του Αβέρωφ. Και ήταν ακριβώς μια από αυτές τις μέρες, που πλησιάζει η επέτειος, ήταν να γίνει η δίκη του. Αλλά η δίκη την τελευταία στιγμή σταμάτησε. Γιατί έτσι γίνεται, λέει, και στο Παρίσι. Έγινε, λέει, και στο Παρίσι μια συνθήκη εμπορική Γαλλίας – Γερμανίας. Και από τότε κάθε δίωξη Γερμανού εγκληματία πολέμου σταμάτησε. Λοιπόν και εμείς έχουμε καπνά να στείλουμε στη Γερμανία. Τα καπνά πρέπει να σβήσουν το Δίστομο και το σβήνουν. Ο άνθρωπος, ο ήρωας της ηλιόλουστης εκείνης μέρας του Διστόμου με τις βιασμένες, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, με τα σκοτωμένα βρέφη, με τους αποκεφαλισμένους παπάδες (…), ο ήρωας εκείνης της μέρας της “δύναμης” θα πρέπει να αφεθεί να πάει να καλλιεργήσει τα λαχανικά του στον κήπο του σπιτιού του και να παίξει λίγο από εκείνη τη ζεστή, παθητική παλιά γερμανική μουσική. Κανένα αίσθημα εκδίκησης, κανένα αίσθημα αγριότητας δεν υπαγορεύει αυτές εδώ τις γραμμές. Ο άνθρωπος που τις γράφει μπόρεσε, παιδί ακόμα, γυρίζοντας από μία φριχτή δοκιμασία σε άλλη περιοχή της ελληνικής τραγωδίας, γυρίζοντας απ’ τα εργατικά τάγματα των σκλάβων της Ανατολής, μπόρεσε να δώσει στη λογοτεχνία της πατρίδας τους ένα βιβλίο εκείνου του αβάσταχτου πόνου χωρίς μίσος. Δεν πιστεύει, ο άνθρωπος που γράφει εδώ, στη “γόνιμη” καταπώς λεν δύναμη του μίσους. (…) Πιστεύω πως και αυτό ακόμα το τέρας του Διστόμου θα έχει εφιάλτες και τύψεις. “…Όταν οι τροχοί εσταμάτησαν προ του Διστόμου τρομερά η γαλήνη ηπλούτο εντός χωρίου. Δεν εφείσθησαν ουδενός. Ο πατήρ πρώτος, η σύζυγος κατόπιν και ηκολούθουν τα τέκνα οιασδήποτε ηλικίας.
Βρέφη δύο, πέντε και επτά μηνών εκρεουργούντο δι’ αποκοπής της καρωτίδος. Άλλα καθ’ ήν στιγμήν εθηλάζοντο. Ανευρέθη βρέφος φέρον εις το στόμα του αποκεκομμένον τον μαστόν της μητρός του, με τραύμα εις το κέντρον τού άνω μέρους της κεφαλής του και έτερον εις τον λαιμόν.
Το παιδί του εκτελεσθέντος ειρηνοδίκου Γκριτσέπη και της βιασθείσης και σφαγιασθείσης συζύγου του ευρέθη πληγωμένον την επόμενην της φοβεράς σφαγής παρά το πτώμα του πατρός του το οποίον δεν ήθελε να αποχωρισθή. Τα έντερα τεσσάρων χωρικών ευρέθησαν περιτυλιγμένα πέριξ του λαιμού των. Ο ιερεύς του χωρίου ευρέθη ακέφαλος. Η εις μικράν από του πτώματος απόστασιν ευρεθείσα κεφαλή του είχε τους οφθαλμούς εξωρυγμένους… Θέλω να θυμηθώ μια μαυροντυμένη Ελληνίδα του Διστόμου. Ήταν, νομίζω η πρώτη μετά την απελευθέρωση επέτειο της σφαγής του Διστόμου. Σύναξη πολλή είχε γίνει στο τραγικό χωριό σα να ήταν πανηγύρι, λογάδες είχαν φτάσει απ’ την Αθήνα, μουσικές παίζανε πένθιμα, μεγάλα πανώ λέγανε λόγια κραυγαλέα – το καθετί είχε γίνει για να δοθεί τόνος ασεβής στον πρόσφατο πόνο και στα δάκρυα. Οι επιζώντες του Διστόμου, τα φαντάσματα, μαυροντυμένα τριγυρίζανε στα σοκάκια του χωριού, βλέπανε απορώντας τα γινόμενα, αναγκάζονταν κάθε τόσο να επαναλαμβάνουν το χρονικό στους ξένους που τους ρωτούσαν […]
Καθόταν στο πηγάδι, μαυροντυμένο πλάσμα αγγελικό, με πρόσωπο ωχρό, αγιασμένο απ’ τον πόνο. (…) Η γυναίκα εκεί ασάλευτη να κοιτάζει το νερό. {…}
Μονάχα το νερό, αιωνιότητα, αδιατάρακτη, τίποτα άλλο. Τι άλλο; Αδερφάδες, μητέρα, παιδιά, όλα τα είχαν σφάξει στη μέρα του Διστόμου. Κάποιος ξένος πέρασε, σταμάτησε, την κοίταξε, ρώτησε να μάθει το περιστατικό της. Τον κοίταζε σιωπηλή, καμμιά απόκριση, πάλι γύρισε τα μάτια της στο νερό. Κι άλλος πέρασε, λογάς, ρώτησε. Καμμιά απόκριση. Ήταν εκεί ασάλευτη, σεμνή, σιωπηλή, η πίκρα, ο πόνος της Ελλάδας.
Γιάννης Ρίτσος, «Επίγραμμα για το Δίστομο»
Εδώ ’ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου. Ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις, να προσέχεις — εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου. Εδώ μια στήλη απλή, μαρμάρινη, όλη κι όλη με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει λυγμό-λυγμό, σκαλί-σκαλί, μεγίστη σκάλα
Βασίλης Ρώτας, «Μικρή μοιρολογήτρα»
Οι στίχοι του είναι σαν να γράφτηκαν για τη Μαρία Παντίσκα – Μίχα (τη νεαρή μαυροφορεμένη γυναίκα στην εμβληματική φωτογραφία του Ντμίτρι Κέσελ).
Με σκυφτά πνιγμένα βήματα μικρή μοιρολογήτρα, τον τοίχο τοίχο περπατάς κλεφτά σαν ίσκιος πας να κρυφτείς σε απόμερη άκρη σ’ όχτον έρημο, γκρεμό βαθύν για να κλάψεις τους λεβέντες που ούτε η στάχτη τους, την πήρε ο αέρας, ούτε ο ίσκιος τους κάτω απ’ τα δέντρα. Κάτσε, ακούμπησε χάμω στο χώμα, που ολουνών είν, ο έρημος τάφος, λύσ’ τη μαύρη μαντίλα, λύσ’ τα μαύρα μαλλιά σου που τα χιόνισε πρώιμος βοριάς, τρυφερή κόρη, που έγινες τόσο νωρίς μοιρολογήτρα κι άρχισε μόνη σου, εκεί που κανείς δε σ’ ακούει το πικρό μοιρολόι σου, χύνοντας δάκρυα ζεστά να σου βρέχουν τα χέρια την ποδιά σου, το χώμα.

Βασίλης Τσακίρογλου «Δίστομο» – Καντάτα
Εδώ κοιμάται ο Διστομίτης που σκότωσες. Αυτά που δεν πρόλαβες να σκοτώσεις είναι τα αηδόνια, τα περιστέρια και οι αετοί που φωλιάζουν στα στήθια του. Είναι η Ελλάδα. Δίστομο, εδώ είναι όλα. Όλα και τίποτα. Το κροτάλισμα των πολυβόλων... Το αίμα αγιοκέρι που στάζει από τις ξιφολόγχες και κυλάει στη γη ανάκατα με το δάκρυ των πονεμένων. Το σπαραξικάρδιο μοιρολόι της γυναίκας και η ανελέτη ρομφαία που σώπασε του παιδιού το κλάμα. Οι αθώοι που έγιναν μάρτυρες και οι μάρτυρες που δεν έγιναν ακόμα όσιοι. Εδώ είναι όλα. Όλα και τίποτα. Και ύστερα... μίλησε η εκεχειρία της σιωπής. Της ύποπτης σιωπής που ανάγκασε την ιστορία να ντυθεί το ματωμένο ρούχο της παπαρούνας και με σκυμμένο το κεφάλι να παρελάσει μπροστά στην αυθαίρετη αμαρτία και το φρικαλέο άδικο του Διστόμου.