Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Μαζί με την Ύδρα και τις Σπέτσες, τα Ψαρά ήταν σπουδαία ναυτική δύναμη που βοήθησε στον εθνικό αγώνα με σπουδαίους θαλασσομάχους όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Με πληθυσμό περίπου 30.000 κατοίκους, ( 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι ήταν πρόσφυγες από τη Χίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας), συμμετείχαν στις μάχες του Αιγαίου με 1.300 Ψαριανούς, 700 πάροικους και 1027 μισθοφόρους από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Καθώς οι Ψαριανοί μπουρλοτιέρηδες είχαν γίνει πονοκέφαλος για τους Τούρκους, η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο στις 6-7 Ιουνίου ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο έξαλλος σουλτάνος Μαχμούτ Β’ έξυσε με το νύχι του τα Ψαρά πάνω στον χάρτη, θέλοντας να δείξει πως το μικρό αυτό σημάδι πάνω στο χαρτί έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Στέλνει, λοιπόν, μήνυμα στους Ψαριανούς να παραδώσουν το νησί χωρίς πόλεμο, με τη διαβεβαίωση ότι θα τους χαρίσει τη ζωή, η απάντηση όμως που παίρνει είναι αρνητική. Διατάζει τότε τον Χοσρέφ πασά να αναλάβει την «επιχείρηση εξόντωσης».

Στο νησί ψυχανεμίζονται τον κίνδυνο και αρχίζουν να ενισχύουν την οχύρωσή τους, κυρίως στα νότια και δυτικά παράλια, μιας και τα βόρεια και ανατολικά ήταν βραχώδη και απότομα, δύσκολα προσβάσιμα.
Ορκίζονται ότι θα πολεμήσουν μέχρι τέλους, από την ξηρά και όχι με τα πλοία τους, παροπλίζοντάς τα και αφαιρώντας πυροβόλα και πηδάλια. Αυτό, για να ηρεμήσουν οι μισθοφόροι, οι οποίοι φοβόντουσαν ότι θα ξεμείνουν στο νησί σε περίπτωση ήττας. Επίσης, διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα, πράγμα που εκ των υστέρων αποδείχθηκε μεγάλο λάθος.
Το πρωί της 20ης Ιουνίου 1824 ο τουρκικός στόλος με 176 πλοία (πολεμικά και φορτηγά) και 12 χιλιάδες άνδρες (Tούρκους και Tουρκαλβανούς) απέπλευσε από το Σίγρι της Λέσβου με προορισμό τα Ψαρά. Περίπου στις 7 το απόγευμα, από τον αβαθή όρμο του Κάναλου άρχισε να βομβαρδίζει τις ελληνικές θέσεις και οι Ψαριανοί απάντησαν με βολές από τα πυροβολεία. Η ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε όλη την νύχτα. Ξημερώματα της επόμενης μέρας οι Τούρκοι άρχισαν να αποβιβάζουν στρατό στο νησί. Ο Βιλλενέβ, Γάλλος κυβερνήτης του πλοίου Ίσιδα που ήταν αυτόπτης μάρτυρας είπε:
«Για ένα τέταρτο βλέπαμε να κυματίζει η ελληνική και η τουρκική σημαία στο πυροβολείο». Κάποια στιγμή το πυροβολείο έπεσε και οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν προς τα νότια. Οι Τούρκοι στρατιώτες, οργισμένοι από την ηρωική αντίσταση που συνάντησαν και από τις μεγάλες απώλειες που είχαν, μπαίνοντας στην πόλη, αρχίζουν με μανία και πρωτοφανή αγριότητα το έργο της σφαγής και της καταστροφής. Τα γυναικόπαιδα τρέχουν προς την προκυμαία για να βρουν σωτηρία στα πλοία, ενώ μικρές ομάδες πολεμιστών συνεχίζουν τον ανέλπιδο αγώνα. Άλλοι σφάζονται, άλλοι πέφτουν στην θάλασσα, άλλοι πνίγονται, φωτιά και στάχτη παντού, βιβλική καταστροφή! Κάποια ελληνικά καράβια, πλέοντας ανάμεσα σε πτώματα, κατορθώνουν να βγουν από τον τουρκικό κλοιό και να σώσουν κάποιους δύστυχους. Τα τουρκικά πλοία καταδιώκουν και βομβαρδίζουν τα πλοιάρια που προσπαθούν να διαφύγουν, βάφοντας τα νερά του λιμανιού με αίμα. Οι υπόλοιποι βρίσκουν τραγικό θάνατο. Κάποιοι συγκεντρώνονται στη Μαύρη Ράχη και κλείνονται στο μικρό φρούριο του Παλαιοκάστρου όπου βρισκόταν και η πυριτιδαποθήκη του νησιού.
Ο Γάλλος κυβερνήτης της Ίσιδας έγραψε στο ημερολόγιό του ότι από το κατάστρωμα του πλοίου του μέτρησε 30 πτώματα γυναικών και παιδιών που επέπλεαν. Μην μπορώντας να αντέξει το θέαμα, στις 22 του μήνα, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για ανακωχή. Πράγματι συναντήθηκε με τον Χοσρέφ, όμως ο Τούρκος ναύαρχος, παρασυρμένος από τους αξιωματικούς του, δεν ήθελε ούτε να ακούσει για ανακωχή και αποφάσισε νέα έφοδο.
Από το κατάστρωμα του γαλλικού πλοίου οι Γάλλοι αξιωματικοί παρακολουθούσαν την κουρελιασμένη ελληνική σημαία να κυματίζει ακόμα στο Παλαιόκαστρο και έλεγαν πως όσο την βλέπουν, υπάρχει ακόμη ελπίδα.

Κάποια στιγμή ένας Τούρκος στρατιώτης όρμησε να κατεβάσει την σημαία αλλά πριν προλάβει να αγγίξει το κοντάρι, μια τεράστια έκρηξη γκρέμισε το φρούριο μαζί με τους υπερασπιστές και όσους Τούρκους είχαν καταφέρει να μπουν. Ήταν ο Αντώνιος Βρατσάνος που εκτελεί την συμφωνημένη απόφαση. Βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ολόκληρο το κάστρο ανατινάζεται στον αέρα, παρασύροντας όλους στον θάνατο. Έτσι οι λιγοστοί αυτοί μαχητές κράτησαν τον όρκο τους. Τα Ψαρά, το ναυτικό καμάρι του Ελληνικού αγώνα, δεν υπάρχουν πια.
Η Μαίρη Κόντζογλου, στη διλογία της «Σκουριά και Χρυσάφι», πραγματεύεται τη ζωή ενός από τους επιζώντες της καταστροφής των Ψαρών. Στο πρώτο μέρος της διλογίας, το «Νεγρεπόντε», υπάρχει η συγκλονιστική περιγραφή της ανατίναξης του κάστρου των Ψαρών από τον Αντώνη Βρατσάνο:
«Βάλε φωτιά, Αντώνη!» ούρλιαξε ο καπετάν Βρατσάνος και τύλιξε τον γιο του με μια τελευταία ματιά.
Η τραχηλιά του ήταν γιομάτη αίματα, ίσως και να είχε λαβωθεί. Μήπως και ποιος δεν αιμορραγούσε τέτοιαν ώρα; Μόνο αυτό σκέφτηκε ο σταυραδερφός του ο Αγγελής, σταυραδερφός και ομογάλακτος και έκλεισε τα μάτια σαν το χέρι του παλικαριού κατέβηκε προς το μπαρούτι.
Οι Γάλλοι το επόμενο πρωί ανέβηκαν στον βράχο για αναζήτηση επιζώντων, αλλά αντίκρισαν «κρανίου τόπο».
Βρήκαν μόνο 156 γυναικόπαιδα να οδύρονται, κρυμμένα σε απόκρημνους βράχους και τα μετέφεραν κάτω από την προστασία της γαλλικής σημαίας.
Από τα περίπου 100 πλοία των Ψαριανών, μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το τούρκικο γιαταγάνι, κατέφυγαν στη Μονεμβασιά και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την ονομασία Νέα Ψαρά.
Με τη καταστροφή των Ψαρών χάθηκε δυστυχώς μία από τις σημαντικές βάσεις του Ελληνικού Ναυτικού και του Αγώνα. Το ολοκαύτωμα συγκλόνισε την επαναστατημένη Ελλάδα και έκανε τους ευρωπαϊκούς λαούς να δουν με περισσότερη συμπάθεια τον αγώνα για ελευθερία και ανεξαρτησία των Ελλήνων.
Την εικόνα της καταστροφής δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο, ένα χρόνο μετά, ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του:

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί γινωμένο από λίγα χορτάρια πούχαν μείνει στην έρημη γη. Ανδρέας Κάλβος ,«Εις Ψαρά» Επί το μέγα ερείπιον η Ελευθερία ολόρθη προσφέρει δύο στεφάνους· έν' από γήινα φύλλα κ' άλλον απ' άστρα
Ηρωική μορφή ανάμεσα στους επιζώντες ήταν και η έγκυος γυναίκα του Κανάρη, η Δέσποινα. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Παλιγγενεσία» (2 Οκτωβρίου 1881), κατά την καταστροφή των Ψαρών, αν και ήταν έγκυος, δε δίστασε, για να σωθεί, να πέσει στη θάλασσα, μαζί με τα δύο της παιδιά. Κολύμπησε, δίνοντας κουράγιο και στα μικρά, μέχρι να επιβιβαστούν σε μια βάρκα.
Αργότερα, όπως πολλοί πρόσφυγες από τα Ψαρά, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αίγινα.