Γράφει η Σοφία Σιγάλα
Δεν πάνε πολλά χρόνια που τα καφενεία έσφυζαν από ζωή. Οι περισσότεροι θαμώνες, άνθρωποι μιας περασμένης ηλικίας, στα συνοικιακά καφενεία, να χτυπάνε τα κομπολόγια τους, να διαβάζουν επιδεικτικά την εφημερίδα τους, να πιάνουν κουβέντα και να λύνουν όλα τα θέματα μιας χώρας που στενάζει κάτω από το καϊμάκι του καφέ, το χοντρό άσπρο φλιτζανάκι με το χαριτωμένο αφτάκι, και το λουκούμι τριαντάφυλλο, καρφιτσωμένο με μια οδοντογλυφίδα, φιγούρες ενός ξεθωριασμένου πίνακα, από τον καπνό του τσιγάρου, να θυμίζουν τη γλυκόπικρη ζωή, τα νιάτα και τα γηρατειά, και την εύκολη λύση κάθε κοινωνικού ή πολιτικού προβλήματος με την αλησμόνητη φράση «μια μέρα να με κάνανε πρωθυπουργό…» Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτή την εικόνα. Τα καφενεία δεν ήταν πάντα έτσι, αλλά πάντα ήταν ένα κοινωνικό «βήμα» πολιτισμού, πολιτικής και κοινωνικής σφυγμομέτρησης, μια λαϊκή βουλή, ένας κόσμος μικρός μέσα στον μεγάλο.

Η λέξη καφενείο έχει καταβολές και ρίζα ανατολίτικη και προέρχεται από τις kahve, που σημαίνει καφές στα τούρκικα και hane, που είναι ο χώρος ή το σπίτι. Τέτοια μέρη, όπου οι μουσουλμάνοι έπιναν καφέ, έκαναν την εμφάνισή τους τον 15ο αιώνα και οι πληροφορίες λένε πως τον καρπό του καφέ έφεραν πρώτοι οι δερβίσηδες, από τη Μεσοποταμία. Οι σουλτάνοι έπιναν πολύ καφέ και στα χαρέμια ήταν μια απόλαυση μοναδική, που συνοδευόταν από μελλούμενα και προφητείες, που κατακάθονταν στον ντελβέ του, ενώ η μέχρι τώρα συνοδεία του με ένα ποτήρι νερό έχει ερμηνεία. Επειδή κανένας δοκιμαστής δεν έπινε από το φλυτζάνι του πατισάχ, συνεπώς ο κίνδυνος της δηλητηρίασης ήταν μεγάλος, του έφερναν μαζί με τον καφέ ένα ποτήρι νερό. Εκείνος έριχνε μια σταγόνα μέσα στον καφέ. Αν άφριζε, τότε ήταν δηλητηριασμένος!
Τα μαγαζιά που ο κόσμος καθόταν και έπινε καφέ ήταν τα ντουκιάνια, μικρομάγαζα με πατημένο χώμα που είχαν κι άλλες λειτουργίες, συνήθως ήταν μπακάλικα και είχαν και ένα δώμα, ένα τεζιάκι, έναν χώρο ξεχωριστό, που εκεί ήταν η παραστιά και πάνω της το γεντέκι ή αλλιώς γιογούμι, ένα δοχείο με βρυσάκι, για να υπάρχει πάντα ζεστό νερό, λίγα χαμηλά καθίσματα και δυο τρεις σοφράδες. Ο ταμπής ήταν ο παρασκευαστής του καφέ. Ο καφές ή γκαϊβές είχε μια ιεροτελεστία για να φτιαχτεί. Η χόβολη έπρεπε να είναι πάντα σε ετοιμότητα και το μπρίκι πάνω της. Ο τούρκικος καφές ήθελε πολλή ώρα για να γίνει, και καβουρδιζόταν τη στιγμή της παρασκευής του. Αρχικά μόνος του, αργότερα του πρόσθεταν και μπαχαρικά, περισσότερο κάρδαμο σπασμένο. Έξω απ΄ το ντουκιάνι υπήρχε πάντα το χαβάνι, ο πέτρινος μύλος που έσπαζαν το καφέ και τον έκαναν σκόνη. Τα μαγαζιά που σερβίριζαν καφέ ήταν χώροι πολλών δραστηριοτήτων. Σε μια γωνιά ο ιδιοκτήτης έβγαζε δόντια, σε άλλη φτιάχνονταν τα παπούτσια, που σημαίνει πως αναφερόμαστε σε ένα μέρος που οι συνάθροιση ήταν πάντα αθρόα και δεκτική σε κάθε είδους σκέψεις, αντιλήψεις, διαφορετικότητας, όσον αφορά κοινωνικές διαβαθμίσεις -οι σουλτάνοι, μεταμφιεσμένοι σε απλοί πολίτες επισκέπτονταν τους καφενέδες για να μάθουν τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν από τον λαό.

Το πρώτο καφενείο δημιουργήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1551 από δύο Σύριους. Πιο πριν, την εμφάνισή του έκανε στην πρωταρχική του μορφή στη Μέκκα, όπου ένας δερβίσης ανακάλυψε τον καρπό και έφτιαξε, μετά από μια απλή αρχικά διαδικασία το πρώτο αφέψημα καφέ. Οι Σύριοι, γνωρίζοντας πολύ καλά τις ιδιότητες αυτού του νέου «ποτού», άνοιξαν το καφενείο τους σε μια συνοικία κοντά στην Αγια-Σοφιά. Οι πρώτοι πελάτες του ήταν όσοι Οθωμανοί κατέφθαναν από τη Μέκκα και είχαν γνωρίσει ήδη αυτή την απόλαυση. Σιγά σιγά έμαθαν όλοι για τον καφέ κι έτσι άρχισαν να ανοίγουν κι άλλα τέτοια μαγαζιά. Για την επανάσταση που έλαβε χώρα με την εμφάνισή του, κάνει λόγο στο μυθιστόρημά του ο Σαϊγκίν Ερσίν,«Ο πασάς της κουζίνας». Τα περισσότερα καφενεία άνοιγαν κοντά σε τζαμιά. Οι μουφτήδες, λοιπόν, βλέποντας ότι οι πιστοί προτιμούσαν τον καφέ από την προσευχή, διαμαρτυρήθηκαν στον Σουλτάνο, τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Εκείνος με τη σειρά του, για να μη χάσει τις καλές του σχέσεις με τη θρησκευτική εξουσία, εξέδωσε φιρμάνι που απαγόρευε την κατανάλωση καφέ. Οι παραβάτες τιμωρούνταν με ογδόντα ραβδισμούς. Αυτή ήταν και η αιτία να επαναστατήσει ο λαός, που θεωρούσε τον καφέ μια υπέρτατη απόλαυση. Η άρση του φιρμανιού είχε σαν αποτέλεσμα να ανοίξουν εκατοντάδες μικρομάγαζα που πουλούσαν καφέ, με αποτέλεσμα να διαδοθεί και να γίνει αγαπημένη συνήθεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η κουλτούρα που δημιουργήθηκε γύρω από τα καφενεία και το πολύτιμο αγαθό που σερβιριζόταν σε αυτά εξελίχθηκε σε κοινωνική συνθήκη και πολιτική σφυγμομέτρηση. Ο νταλκάς και ο πόνος εκφραζόταν μέσα στα καφενεία. Αμανέδες μακρόσυρτοι, ναργιλέδες που μοσχομύριζαν και έδιναν την αίσθηση ενός άλλου κόσμου, που οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να κατακτήσουν -όνειρα μέσα στην αρωματική αιθάλη, αποποίηση του πραγματικού, προσέγγιση ενός άπιαστου ονείρου, ούτια και κανονάκια με μελωδίες από χαρέμια ανέγγιχτα και μακρινά- συζητήσεις που έριχναν και ανέβαζαν εξουσίες, ένας σταθμός των μεθοριακών της απολαυστικής ζωής που έφερνε σε επικοινωνία με τον έξω κόσμο τους θαμώνες του, αφού εξελίχτηκαν σε στάσεις των εμπόρων της Βασιλεύουσας, που σημαίνει ο μοναδικός τρόπος μεταφοράς νέων, πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και εξελίξεων. Τα καφενεία ήταν εφημερίδες πριν οι εφημερίδες διαβαστούν από όσους σύχναζαν σε αυτά. Άλλωστε, αναφερόμαστε σε μια εποχή αναλφαβητισμού και αμάθειας από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Ο Αζίζ Νεσίν αναφέρεται σε ένα του διήγημα για τη σχέση του καφέ με την πολιτική πραγματικότητα του τόπου του:
Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. Το ένα είναι το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δύο μάς έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανέναν τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου αυτού.
Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της…
Αν ξοδεύαμε αυτόν τον κόπο των εκατό χρόνων που αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ, σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, … “Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι τραβάμε από την έλλειψη του καφέ. Καφές είναι αυτός!… Δε μοιάζει σε τίποτε.
Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να μην είναι το ίδιο κάνει… Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει, αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις. Η Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
…Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…
Αζίζ Νεσίν, ΗΟ καφές και η Δημοκρατία. Εκδόσεις, Θεμέλιο
Η Suraiya Faroqhi, στο βιβλίο της, «Κουλτούρα και καθημερινή ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», μεταξύ άλλων, κάνει αναφορά στην κοινωνική διαστρωμάτωση που προεκτάθηκε και στα καφενεία με τον καιρό, ιδιαίτερα κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Οι συζητήσεις και οι κάθε είδους σχολιασμοί ή η οικονομική και εμπορική ταυτότητα των θαμώνων του καφενείου δημιούργησε διαφορετικά είδη. Έτσι, δημιουργούνται, ανάλογα με την περιοχή και την τάξη την κοινωνική που συχνάζει σε αυτά, τα καφενεία των γενίτσαρων, που ακολουθούν την ίδια οργάνωση με αυτή του στρατιωτικού σώματος, τα καφενεία των εμπόρων και των συντεχνιών, από κάθε διαφορετικό συνάφι, εκείνα των ασίκηδων, των γυρολόγων και οργανοπαιχτών και παραμυθάδων δηλαδή, που μεταφέρουν την παράδοση και τη λαογραφία της αυτοκρατορίας από άκρη σε άκρη, ως πολιτιστικά στέκια. Με αυτόν τον τρόπο, ξεκίνησαν να παίζουν και παραστάσεις Καραγκιόζη σε αυτά, μιας και όλοι οι καραγκιοζοπαίχτες που μαζεύονταν στο καφενείο του σιναφιού τους, στο Καπαλί Τσαρσί, την κλειστή αγορά της Πόλης, έδιναν και παραστάσεις, κάτι που πήρε μορφή αργότερα δρώμενου που λάβαινε χώρα στα καφενεία.
Το καφενείο στην Ευρώπη έχει ρίζες ανατολίτικες
Το πρώτο καφενείο έξω από την ανατολική επικράτεια ανοίγει το 1652, στο Λονδίνο. Ένας Έλληνας από τη Σμύρνη ήταν ο ιδιοκτήτης του και το όνομα αυτού, «Ελληνικόν Καφενείον». Στο βιβλίο, Η καθημερινή ζωή των Ελλήνων στην τουρκοκρατία, του Ι. Μ. Χατζηφώτη, υπάρχουν οι εξής πληροφορίες. Το όνομά του, λέγεται, πως ήταν Πασκουά -χωρίς να έχει κατοχυρωθεί ιστορικά με κάποιον τρόπο. Η σκέψη του πρώτου ιδιοκτήτη καφενείου είχε κάτι από το εμπορικό δαιμόνιο του Έλληνα. Στην Αγγλία, έχουν φτάσει πολλοί Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη για σπουδές. Μετά την Άλωση, ορισμένοι που εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα έφθασαν ως την Αγγλία, προς εύρεση μιας καλύτερης τύχης. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, σιγά σιγά, η ελληνική κοινότητα αυξήθηκε και στους κόλπους της είχε και εμπόρους, αλλά και ανθρώπους που προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να επικοινωνήσουν το ελληνικό ζήτημα, αφού η αυτοκρατορία τους εκδιώκει και τους τιμωρεί.
Ο πρώτος που παρασκευάζει και πίνει καφέ στην Αγγλία είναι ο τότε φοιτητής Ναθαναήλ Κανώπιος, αργότερα ιερέας στην Κρήτη. Ο εκλεκτικός μελετητής και Οξφορδιανός ημερολογιογράφος John Evelyn (1620 – 1706), μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας, έγινε αυτόπτης μάρτυρας κάποια φορά που ο Κανώπιος έπινε καφέ. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που καταγράφτηκε στην Αγγλία πόση καφέ.
Επί των ημερών μου ήρθε στο Κολέγιο κάποιος Nathaniel Conopios, από την Ελλάδα… και ήταν ο πρώτος που είδα ποτέ να πίνει καφέ (Caffe), κάτι που δεν είχα ξανακούσει μέχρι τότε στην Αγγλία, ούτε και ξανάκουσα για πολλά χρόνια, μέχρι που έγινε κοινή ψυχαγωγία σε όλο το έθνος. Μέχρι τότε μόνο το κινέζικο τσάι, το σέρρι και ο καπνός αποτελούσαν τα αγαπημένα ποτά και φάρμακα σε όλο τον κόσμο.
Από το ημερολόγιο του John Evelyn
Μετά το πρώτο καφενείο που δημιουργεί ο Πασκουά, τέτοια μαγαζιά αρχίζουν να ξεπετάγονται παντού στο Λονδίνο, με την ονομασία Grecian. Η απήχησή τους στους Βρεττανούς ήταν μεγάλη, πράγμα που έκανε τον βασιλιά να δυσαρεστηθεί και να θεωρεί τον καφέ και τα μέρη που τον πωλούν κατακριτέα. Στις αρχές του 17ου αιώνα, θα βάλει υψηλή φορολογία στα εν λόγω καταστήματα, αλλά η φήμη και η διάδοσή τους έχει χαράξει πορεία που δεν ανακαλείται…
Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ (απόσπασμα) …Γνωρίζοντας τ’ απογεύματα, τα πρωινά και τις βραδιές, Μέτρησα τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ· Γνωρίζω τις φωνές που φθίνουν σε θανάσιμη κατηφόρα Κάτω απ’ τις μουσικές του δωματίου από πίσω. Λοιπόν πώς θα μπορούσα να τολμήσω;… T.S. Eliot, Απόδοση στα ελληνικά: Χάρης Γαρουνιάτης
Όπου ανοίγουν καφενεία στην Ευρώπη, η απήχησή τους προκαλεί έκπληξη και θετικές αντιδράσεις. Στο Παρίσι, τα καφενεία είναι οι χώροι που ζυμώνεται η Γαλλική Επανάσταση. Εστίες πολιτικών και κοινωνικών σχολιασμών ακι συζητήσεων. Ο Τούρκος πρέσβης στο Παρίσι, μετά από κάθε γεύμα, προσφέρει καφέ στους καλεσμένους του. Τα καφενεία αποκτούν αίγλη και κοινωνικοπολιτική υπόσταση.

Το 1686 δημιουργείται το διάσημο μέχρι και σήμερα, «Café Procope», το πρώτο καφενείο στη Γαλλία, στο Παρίσι. Το Καφέ Λε Προκόπ ήταν από την ίδρυσή του τόπος συνάντησης ανθρώπων της διανόησης, της πολιτικής και των γραμμάτων. Ο ιδιοκτήτης του είναι ιταλικής καταγωγής, η συνήθεια του καφέ, όμως, έχει ανθίσει παντού και αποτελεί μια απόλαυση και αφορμή για συνάθροιση και αυτό από μόνο του δίνει άλλη αίγλη στα μαγαζιά που τον προσφέρουν. Το Café Procope είναι ένα καφενείο θεατρικό, κατά κάποιον τρόπο, στην αρχική του μορφή. Οι πρώτοι του θαμώνες ήταν οι ηθοποιοί του Κομεντί Φρανσαίζ, ενώ, αργότερα, θα γίνει στέκι των Ρουσσώ, Βολταίρου, Ντιτερό, του Μολιέρου και του Ρακίνα, αργότερα και του Μπαλζάκ. Ο Βολταίρος, λέγεται, έπινε 40 κούπες από ένα μίγμα καφέ και σοκολάτας κάθε μέρα, ενώ έναν αιώνα αργότερα ο Μπαλζάκ έπινε εκεί τον καφέ του με την πίντα. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, το Καφέ Λε Προκόπ ήταν τόπος συγκέντρωσης των πρωταγωνιστών της επανάστασης Ροβεσπιέρου, Δαντόν και Μαρά. Ο νεαρός Ναπολέων άφηνε το καπέλο του ως ενέχυρο, όταν δεν είχε χρήματα για να πληρώσει τον καφέ του.
Καφέ αμάν εναντίον καφέ σαντάν, μια εξέλιξη ταξική και πολιτισμική
Η εξέλιξη και η εδραίωση των καφενείων και στην Ευρώπη δημιουργεί μια σχέση «συγκινωνούντων δοχείων» Ανατολής-Δύσης. Εξευγενισμένες μορφές καφενείων δημιουργούνται με το πέρασμα του χρόνου, ενώ τα νέα πλέον στέκια επηρεάζουν και τον τόπο που πρωτοεμφανίζονται. Τα ντουκιάνια γίνονται καφέ αμάν. Στα μέσα του 19ου αιώνα, γύρω στο 1843, ένας Γάλλος, με το όνομα Γκυγιώμ, ανοίγει στη Σμύρνη το πρώτο καφέ, με διαφορετική λογική από τη μέχρι τότε διαδεδομένη, φέρνοντας αρχικά ξένους καλλιτέχνες, στα πρότυπα των «καφέ κονσέρτ» του Παρισίου. Χαρακτηριστικό τους η έντονη μουσική ατμόσφαιρα. Η δεξιοτεχνία των μουσικών, με παιχνιδίσματα στους ήχους και τις μελωδίες που αναπαράγουν, χωρίς παρτιτούρα, αλλά και η πολυπολιτισμικότητα, που ωθούν στη διαμόρφωση και διάδοση της αστικολαϊκής μουσικής της Σμύρνης. Τα καφέ αυτά γίνονται χώροι ζύμωσης της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής με αυτή των θαμώνων και άλλων εθνοτήτων της Σμύρνης, ήτοι σημαίνει, Τούρκους, Φράγκους, Εβραίους, Αρμένιους, Ρουμάνους και Λεβαντίνους βεβαίως. Κάπου εκεί, συμβαίνει μια διαφοροποίηση, που αφορά στο είδος της μουσικής που παίζεται στα καφέ που αρχίζουν να δημιουργούνται.

Καφέ αμάν θα είναι πλέον οι χώροι που ακούγονται αμανέδες και ανατολικής ρίζας μουσική. Τα σαντούρια, το κανονάκι, τα λαούτα, ούτια και μπαγλαμάδες, οι νταγερέδες (ντέφια) δημιουργούν μια ιστορική μυσταγωγία, ανακατεύοντας τον καημό και τον σεβντά με τις βυζαντινές μουσικές ρίζες και τον ανατολίτικο-αραβικό ήχο. Η Σμύρνη, όμως, αποτελεί ένα κέντρο εμπορίου, έναν τόπο ανταλλαγής πολιτισμού και λαογραφίας. Τα μαγαζιά με καφέ και ποτό μπερδεύονται και δημιουργούν μια νέα πολιτιστική κοιτίδα.
Ο Παναγιώτης Κουναδης, μελετητής και ερευνητής της μουσικής και των ελληνικών τραγουδιών, αναφέρει πως στα μαγαζιά της παραλίας της Σμύρνης και στην Πόλη το πρόγραμμα αρχίζει καθημερινά στις 6 ή 7 το απόγευμα, ξεκινώντας με εμβατήρια από μπάντες για να τραβήξουν το μουσικό αισθητήριο του κόσμου και να μαζευτούν πελάτες, ακολουθούν δυτικίζουσες μελωδίες και συνεχίζουν με διάφορες, κατά περίπτωση, ορχήστρες με τραγουδιστές και τα γλέντια κι οι χοροί κρατούν μέχρι το πρωί. Όταν το 1910 πρωτοβγήκε στο πάλκο η Αγγέλα Παπάζογλου, στη Σμύρνη, θα ήταν περισσότερα από 15 μαγαζιά που έπαιζαν σμυρνέικα τραγούδια σε διάφορους ρυθμούς, παράλληλα υπήρχαν και εκείνα που έπαιζαν ελαφρά τραγούδια και ο καφές έρρεε άφθονος, μαζί με τον ναργιλέ και τα πρώτα τσιγάρα!
Το 1870, στην Αθήνα των 60.000 κατοίκων εμφανίζονται μαγαζιά με αλλιώτικο ήχο, ανατολίτικο, τα «καφέ αμάν», που λειτουργούν σε αντιπαράθεση με τα «καφέ σαντάν». Γρήγορα γίνονται διάσημοι χώροι διασκέδασης με πλούσιο και ποικίλο ρεπερτόριο, στο οποίο πλειοψηφούν γιαννιώτικα, μωραΐτικα, κλέφτικα, σμυρναίικα, και αμανέδες.
Προπολεμικά. η Αθήνα βρίθει από καφέ σαντάν και καφέ αμάν. Τα καφέ αμάν ή καφέ σαντούρ, κατά το ιδιώνυμο της Σμύρνης, πληθαίνουν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο αμανές ή μανές έχει συγκεκριμένο σκοπό. Υμνεί τον πόνο και τον νόστο, αλλά η παρατεταμένη του διάρκεια λειτουργεί επικουρικά. Ο αμανετζής κερδίζει χρόνο για να αυτοσχεδιάσει τους στίχους.
Τα καφέ σαντάν από την άλλη, παίζουν ευρωπαϊκούς ρυθμούς, οι σαντέζες είναι «από τας Ευρώπας» και οι πελάτες τους είναι της υψηλής κοινωνίας. Ενίοτε, αρκετοί θίασοι από το εξωτερικό παρουσίαζαν τα προγράμματά τους. Με την εμφάνιση των μουσικών λαϊκών κέντρων, των θεάτρων και τη διεύρυνση ποικιλοτρόπως της διασκέδασης, και τα δυο είδη αρχίζουν να εξαφανίζονται, μέχρι την τελική παρακμή και παρουσία στην αθηναϊκή ζωή και στην ελληνική επαρχία.
Ο Θεόδωρος Βελλιανίτης γράφει στο «Ετήσιον Ημερολόγιον του Κωνσταντίνου Σκόκου», το 1888:
«Οι τρισόλβιοι όσον και αξιοθρήνητοι κάτοικοι της Πρωτευούσης, εννοούν να απολαμβάνωσι τα θέλγητρα των ωραίων αθηναϊκών νυκτών, αποζημιούμενοι δια το κονισαλέον και καυστικόν μαρτυρολόγιον της ημέρας, εξερχόμενοι αθρόοι ανά τα αυτοσχέδια κέντρα των διασκεδάσεων, του θορύβου, της συγχύσεως και του συναγελασμού δηλαδή των ωδικών καφενείων.
Τα καφενεία ταύτα έχουσι αντί παραθύρων και θυρών μίαν απέραντον και μονοκόμματον είσοδον, ανοιγομένην ως χάσμα σπηλαίου, με τους τοίχους της αιθούσης επιστρωμένους διά χάρτου, με τα βρωμερά δάπεδα και τα ξύλινα τραπέζια, εφ’ ων κολλητικαί ουσίαι σχηματίζουσι μικρούς ρύακας παρασύροντας τρίμματα καπνού.
Μη έχοντες άλλα μέσα ψυχαγωγίας και τέρψεως, τύποι ανθρώπων, ους δεν βλέπει τις μήτε εις την πλατείαν του Συντάγματος, μήτε εις έτερα κέντρα της πρωτευούσης, χάσκουν με ανοικτόν το στόμα προ του αηδεστέρου γυναίου ωδικού καφενείου εβδόμης τάξεως».
Το 1925 ανοίγει το πρώτο «καφέ αμάν» στη Νέα Υόρκη, στη 34η οδό ανάμεσα στην 7η και 8η λεωφόρο και λεγόταν της Μαρίκας. Ιδιοκτήτρια του η δεξιοτέχνης τραγουδίστρια Μαρίκα Παπαγκίκα από την Κω. Στην Αμερική, μέσω των «καφέ -αμάν», έγινε γνωστή η παραδοσιακή ελληνική και ανατολίτικη μουσική και η παραμονή Ελλήνων μουσικών εκεί ώθησε στη δημιουργία των περίφημων greek-english τραγουδιών.
Μ. Καραγάτσης Σμύρνη, το Όνειρο του Καφενέ, Περιπλάνηση στον Κόσμο

Ο Μ. Καραγάτσης, στα ταξιδιωτικά του διηγήματα, που δημοσιεύονταν στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, κάνει μια υπέροχη περιγραφή για τον καφενέ της Σμύρνης, μέσα στη γενικότερη ταξιδιωτική του εμπειρία από το ταξίδι του στην Ανατολή.
”Εφέντιμ”, λέει ο καφετζής, προστρέχοντας με μεγάλη προθυμία.
”Καβέ ορντά, βε ναργκιλέ”, προστάζω.
Ο «μέτριος» προσκομίζεται στο μικρό μπακιρένιο μπρίκι, τεχνικότατα ψημένος, εύγευστος και ευωδιαστός. Πρώτη ρουφηξια! Αμάν! Θεσπέσιο πράμα! Τώρα πιπιλίζω το κεχριμπαρένιο μαμέ από το μαρκούτσι του ναργιλέ και γεμίζω τα πλεμόνια μου με την ευδαιμονία του γιαβάσικου τουμπεκί. Αλλάχ! Αλλάχ! Τι ευφροσύνη είναι αυτή που διαποτίζει το κορμί ως τη στερνή του ίνα, την ψυχή μέχρι τα κατάβαθα του υποσυνείδητού της! «Φρρρρ!» ο καφές. «Γρρρρ!» ο ναργιλές. «Τζιρτζιρτζιρ», τα τζιτζίκια στους πλατάνους. «Αλλάχου άκμπαρ! Άσχαντου αν αλ Αλλάχα ιλ Αλλάχ!» ο μουεζίνης πάνω στον μιναρέ.
«Από Ανατολή σε Δύση» – Ταξιδιωτικά κείμενα που πρωτο-δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόταν. Εκδ. «Καστανιώτης», 1991
Το Καφενείον η Ελλάς

Τα καφενεία είναι ένα ταξίδι γνώσης και γεωγραφίας. Κοινωνικών και πολιτικών, ιστορικών και ανθρωπολογικών συζητήσεων. Έτσι η αναζήτηση φτάνει στην Ελλάδα, όπου η ιστορία των καφενείων και η πρώτη τους εμφάνιση ασκεί πάντα γοητεία και μνήμες αλληλένδετες με την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνικής ιστορίας.
Το πρώτο καφενείο μαρτυρείται την περίοδο που διεξάγεται η Δ’ Εθνοσυνέλευση στο Άργος (11 Ιουλίου – 6 Αυγούστου 1829) ο υπαίθριος χώρος των Θερμών είχε χρησιμοποιηθεί ως καφενείο για την εξυπηρέτηση των πολλών συνέδρων αλλά και ακροατών της Δ’ Εθνοσυνέλευσης. Στη συνέχεια, μετά τη Δ’ Εθνοσυνέλευση, ένας χώρος των Θερμών, προφανώς εντός του μεγάλου σωζόμενου ναϊκού ρωμαϊκού κτιρίου του Σάραπη, προφανώς συνέχισε να λειτουργεί ως καφενείο για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών των σημαντικότερων μνημείων του Άργους, των Θερμών και του αρχαίου θεάτρου. Το πρώτο οργανωμένο καφενείο που καταγράφεται ιστορικά με αυτό το όνομα είναι στο Ναύπλιο. Ο Α. Ρίζος Ραγκαβής μαρτυρεί στα «Απομνημονεύματα»: «Αϊ και τι να κάμω; Μη γαρ έχω γυναίκα; Παιδιά δεν έχω, σκυλιά δεν έχω. Κάπου λιγουλάκι ς’ το καφενείο, μπας και περάσουν μερικαίς κακαίς ώραις. Κάτι το μπιλιάρδον, λίγαις κουβένταις, με την πρέφαν και την Φήμην, κατρακυλά η ημέρα…»
Βέβαια, ήδη από το 1668, ο περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή κατέγραψε το 1668 στη Θεσσαλονίκη, 348 καφενεία και άλλα παρόμοια μαγαζιά, όλα στην περιοχή του Βαρδάρη. Η Θεσσαλονίκη τότε τελούσε υπό τουρκική κατοχή, συνεπώς δεν καταγράφεται ως ελληνικό το στοιχείο αυτό: «…μαζεύονταν και περνούσαν τον καιρό τους συζητώντας μουσικοί, μίμοι, τραγουδιστές, γελωτοποιοί, κομψευόμενοι, ποιητές και άνθρωποι των γραμμάτων…»
Το 1834, ένας Βαυαρός, επί της Ιεράς Οδού, δημιουργεί το «Πράσινο Δενδρί», το πρώτο αθηναϊκό καφενείο. Οι απόψεις για άλλη μια φορά διίστανται. Κάποιοι θεωρούν πως καφενεία στην Αθήνα υπήρχαν ήδη πριν το 1821. Το βέβαιο είναι ένα. Η ημερομηνία 1839. Στις οδούς Μητροπόλεως 59 και Πανδρόσου 36 άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του το καφενείο «Ωραία Ελλάς» και ήταν το στέκι πολιτικών, αγωνιστών, λογοτεχνών, περιηγητών και δημοσιογράφων. Ο Θ. Α. Βελλιανίτης αναφέρει σε κείμενό του, στο «Ετήσιον Ημερολόγιον Κωνσταντίνου Σκόκου», το 1839, ότι τα καφενεία ήταν μέρη όπου άνθιζε ο πολιτικός λόγος και ουσιαστικά ήταν χώροι διαμόρφωσης και ζύμωσης της κοινής γνώμης. Σταδιακά, όμως, τα καφενεία αυτά, υπό το βάρος της φθοράς του χρόνου και με την αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, οδηγήθηκαν σε παρακμή και έπαυσαν τη λειτουργία τους. Τα νέα καφενεία που τα αντικατέστησαν ήταν πολυτελέστερα αλλά τους έλειπε ο παλμός και η ψυχή που χαρακτήριζαν τα πρώτα. Ουσιαστικά η αλλαγή αυτή σηματοδοτούσε την απαρχή μιας νέας εποχής για την Αθήνα αλλά και για την Ελλάδα γενικότερα.

«…είχον κάποια διαφορετικήν σημασίαν από τα σημερινά, και ελαμβάνοντο υπόψη παρ’ όλων των κυβερνήσεων και των πολιτικών κομμάτων, διότι εκεί μέσα εχαλκεύετο η κοινή γνώμη…{…}…Προ της επαναστάσεως υπήρχον εν τη πρωτευούση μερικά καφενεδάκια πλησίον του μεγάλου Τζαμίου και παρά την βρύσιν του Βορρεά. Είδον άλλοτε μία ωραιοτάτην εικόνα, εις εν εκ των παλαιών συγγραμμάτων του Δυπρέ, παριστώσαν καφενείον της εποχής εκείνης: μικρόν, κακοφώτιστον, με μικρά παράθυρα, με ρυπαρά βεβαίως δάπεδα, ήτο απαράλλακτον με τα καφενεία εκείνα άτινα κατέστρεψεν η πυρκαγιά η αποτεφρώσασα την παλαιάν Αγοράν και τα οποία δύναται τις να ίδη σήμερον εις τας τουρκικάς μικροπόλεις».
Στο άρθρο της Ελευθεροτυπίας, στις 18 Ιουνίου 2011, γίνεται μια εκτενής και λεπτομερής αναφορά στα φιλολογικά και καλλιτεχνικά καφενεία της πρωτεύουσας, τόποι που γράφτηκε η πολιτιστική ιστορία της Ελλάδας.

Το αθηναϊκό καφενείο υπάρχει ήδη από την εποχή του Όθωνα, αλλά η δική μας περιπλάνηση (ασφαλώς μόνον ενδεικτική) θα ξεκινήσει από το καφενείο Γιαννόπουλου, στο ομώνυμο μέγαρο της Πλατείας Συντάγματος, που λειτούργησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1890. Εκεί θα συναντήσουμε τις εμβληματικές μορφές του Παλαμά, του Ροΐδη και του Γεωργίου Δροσίνη. Στο ίδιο κτίριο θα λειτουργήσει αργότερα το καφενείο του Ζαχαράτου, που θα μεταφερθεί εν συνεχεία στην κοντινή οικία Βούρου.
Το καφενείο του Ζαχαράτου πρωταγωνίστησε στην πολιτική, αλλά και στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί έπιναν τον καφέ τους δίπλα στα τραπέζια των συγγραφέων και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο πως στου Ζαχαράτου έσπευσε να πιει τον καφέ του και ο Καβάφης κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του, το 1901, στην Αθήνα. […]
[…] Το 1917 θα ανοίξει στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ασκληπιού ο «Μαύρος γάτος», ένα ημιυπόγειο δίπλα στο σπίτι του Παλαμά. Ο «Μαύρος γάτος» ήταν το αγαπημένο καφενείο των αθηναίων μποέμ. Εκεί πήγαιναν, όμως, και εκδότες για να συμφωνήσουν και να σχεδιάσουν τα επόμενα βιβλία τους, παρουσιάζονταν μυθιστορήματα και ποιητικές συλλογές ενώ γίνονταν και έντονες πολιτικές συζητήσεις στις οποίες πρωτοστατούσε ένα καινοφανές πολιτικό είδος: οι σοσιαλιστές, Στις καλλιτεχνικές, πάλι, και τις φιλολογικές συζητήσεις συμμετείχαν ο Κλέων Παράσχος, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Δημοσθένης Βουτυράς, ο Τέλλος ‘Αγρας, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Κώστας Βάρναλης, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Κώστας Παρορίτης και, φυσικά, ως προνομιακός γείτονας και συνδαιτυμόνας, ο Κωστής Παλαμάς.
Παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα λειτουργήσει επί της Σταδίου το «Πατάρι» του Λουμίδη. Το «Πατάρι» αποτελούσε συμπλήρωμα του καφεκοπτείου των αδελφών Λουμίδη το οποίο βρισκόταν στο ισόγειο. Εδώ θα γεννηθεί ο ελληνικός μοντερνισμός με ποιητές όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος, αλλά και ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Τάκης Σινόπουλος, η Ελένη Βακαλό και ο Μιχάλης Κατσαρός. Εδώ θα βρεθούν ακόμα ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης, καθώς και εικαστικοί όπως ο Γιάννης Μόραλης και ο Γιάννης Τσαρούχης. Στο «Πατάρι» ο χώρος ήταν αυστηρά οριοθετημένος. Στο βάθος της αίθουσας κάθονταν καλλιτέχνες και συγγραφείς ενώ στα μπροστινά τραπέζια μαζεύονταν δημοσιογράφοι, επιθεωρησιογράφοι και ηθοποιοί. […]
Από τη δεκαετία του 30′ έως και του 60′, στα καφενεία γίνονταν και όλες οι κινηματογραφικές προβολές στην επαρχία, αλλά και οι θεατρικές παραστάσεις από θιάσους και μπουλούκια. Οι ομιλίες των πολιτευτών γίνονταν στα καφενεία, καθώς και τα τηλεφωνήματα για πάσα αιτία και λόγο. Ήταν τα ταχυδρομεία, μικρά μπακάλικα, είχαν συγκεκριμένες θέσεις για τον κάθε θαμώνα. Το καλοκαίρι βγάζουν τα τραπεζάκια έξω. Κάτω από πλατάνια, σκιερές πλατείες, στον κεντρικό δρόμο που περνάει όλος ο κόσμος και οι περιπατητές και κάθε είδους διερχόμενοι γίνονται θέαμα και αιτία σχολιασμού της ηθικής και της νομιμοφροσύνης. Ένα απάγκιο για όσους τελειώνουν τη δουλειά τους ή την ξεκινάνε. Οι μεγάλες και μικρές τους τζαμαρίες, θαμπωμένες από την κάπνα και τα χνώτα δίνουν μια θολή ορατότητα σε όνειρα και θάλασσες φουρτουνιασμένες. Γυαλί-καφενέδες, που μέχρι σήμερα μένουν ίδιοι και κρατούν ιστορίες από τα πιο παλιά πρόσωπα που πέρασαν τα χρόνια τους στα τραπέζια και στα χοντρά φλιτζάνια τους. Λίγο κονιάκ χύμα, ένα πιάτο με μεζέ και αραδιασμένες οδοντογλυφίδες, αλουμινένια τασάκια με αποτσίγαρα ΣΑΝΤΕ, ΆΣΣΟΣ, άφιλτρα και στριφτά, καπνοί λυγμοί, κεράσματα και συγχαρίκια, θυμοί και φιλία, προίκες και προξενιά, ζωή· όλη η ζωή αυτού του κόσμου μέσα σε γαριασμένους τοίχους, σε μπρίκια με καϊμακλίδικους καφέδες, σε ρακές και ξινισμένα κρασιά. Λίγη ντομάτα, κάνα δυο ελιές, λακέρδα, σαρδέλα και μπουκιές ψωμί, όλος ο επιούσιος σε έναν καφενέ.
Λογοτεχνία
«Δεν θέλω ν’ ανοίξω σήμερα, δικός μου είναι ο καφενές και όποτε θέλω τον ανοίγω, όποτε θέλω τον κλείνω. Αφήστε με που να σας πάρει ο διάβολος».
Ο άνθρωπος που φώναζε ήταν ένας κοντός αλλά νευρώδης φουστανελάς με λεπτό μουστάκι και κόκκινο φεσάκι που τον κρατούσαν δυο στρατιώτες και τον έσερναν προς την πλατεία χτυπώντας τον και βρίζοντάς τον στα γερμανικά. Ένας τρίτος στρατιώτης προπορευόταν κρατώντας ένα κλειδί. Έφτασαν στην πλατεία, όπου υπήρχε ένας μεγάλος καφενές, κλειστός, στον οποίο είχε ήδη φτάσει το απόσπασμα με τον δήμιο. Ο στρατιώτης έβαλε το κλειδί στην παλιά ξύλινη πόρτα και την άνοιξε, ενώ οι άλλοι δύο έσπρωξαν μέσα τον καφετζή. Αμέσως έβγαλαν καρέκλες και τραπέζια και ο δήμιος πήγε και κάθισε.
Ο Θάνος και ο Μουρ κάθισαν σε ένα τραπέζι στην απέναντι πλευρά, δίχως να τους ενοχλήσει κανείς. Παντού έβλεπαν στρατιωτικές στολές, ήταν οι μόνοι που φορούσαν ρούχα πολιτικά. Αυτά φαίνεται πως τους έδιναν ασυλία, αλλά οι ίδιοι δεν το ήξεραν και είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν. Σε λίγο βγήκε από το καφενείο ένας στρατιώτης και πίσω του ο καφετζής, κρατώντας έναν μικρό ξύλινο δίσκο μ’ ένα φλιτζάνι και ένα ποτήρι γεμάτο νερό. Ο στρατιώτης έδειξε στον καφετζή το τραπέζι όπου καθόταν ο δήμιος.
«Εδώ ο καφές».
Βλέποντας ότι ο καφές είναι για τον δήμιο, ο καφετζής δίστασε, ταλαντεύτηκε και έκανε να γυρίσει πίσω. Ο στρατιώτης τον τράβηξε και τότε ο καφετζής προσποιούμενος αστάθεια, κούνησε τον δίσκο και έριξε στο πεζοδρόμιο το ποτήρι και το φλιτζάνι σπάζοντάς τα. Ο στρατιώτης άρχισε να βρίζει στα γερμανικά. Η έντονη μυρωδιά του καφέ που τους έσπασε τη μύτη, δεν τους άφησε αμφιβολία ότι ήταν αληθινός καφές. Μια βδομάδα τώρα, ο καφές στο πλοίο, είχε μεν το χρώμα, αλλά ούτε το άρωμα ούτε τη γεύση του. Ο Θάνος πρόλαβε να σηκωθεί και να φωνάξει στον καφετζή.
«Μπορούμε να έχουμε δυο καφέδες, παρακαλώ;»
Ο καφετζής γύρισε και τους κοίταξε έκπληκτος, ενώ ο στρατιώτης τού έχωσε στη μούρη το όπλο και τον έσπρωξε προς τα μέσα φωνάζοντας.
«Θα κάνεις άλλον, τώρα αμέσως».
Σε λίγο, ο καφετζής ξαναβγήκε φέρνοντας τον καφέ και το νερό και τα ακούμπησε μπροστά στον δήμιο προσεχτικά, αφού πίσω του τον σημάδευε ένας στρατιώτης. Ο δήμιος άρχισε να πίνει με χέρι που έτρεμε τόσο πολύ, ώστε παραλίγο να χυθεί και πάλι ο καφές, έμοιαζε τρομοκρατημένος.
Γιώργος Κωτανίδης, Οι Σαλτιμπάγκοι, Εκδόσεις Καστανιώτη

Γιατί να μην έχει στέκι και τόπο συνάντησης η μισή Ήπειρος; ( Η άλλη μισή Ήπειρος έχει τόπο συνάντησης το τζαμί της Καλούτσιανης).
Ντόπιοι, ταξιδιώτες, χωριάτες, το γυαλί καφενέ είχαν για τόπο ραντεβού.
—Θα σε περιμένω στο γυαλί καφενέ.
—Θ’ ανταμώσουμε στο γυαλί καφενέ.
—Έλα να πιούμε καφέ στο γυαλί καφενέ.
Στο παχύ ίσκιο απ’ τα δέντρα της πλατείας κάθονταν, ξεκουράζονταν κι έπινε τον καφέ του κόσμος και κοσμάκης. Κι ας κουτσούλαγαν καμμιά φορά απάνω στα τραπέζια οι γκαΐλες κι οι κιλιλάδες που χάλαγαν τον κόσμο με τις φωνές τους απάνω στα δέντρα και στις στέγες απ’ τα γύρω σπίτια.
Αναστάσιος Παπαγγέλης, Γυαλί καφενέ
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΡΑΖΙΛΙΑΝ, Κώστας Ταχτσής (απόσπασμα) Αν πεθάνω δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος δεν θα μου στείλεις πια βιβλία ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο δεν θα σε δω να φεύγεις ή να ΄ρχεσαι δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ και συ στο πλάι μου ή απέναντι κατάμονος να με κοιτάς αν πω πως πέθανα; θα κολλήσω στο στήθος σου ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό Τασία – έναν καφέ παρακαλώ αν ξάφνου μ’ αντικρίσουν ζωντανό θα ε κ π λ α γ ο ύ ν η ώρα είναι μία παρά τέταρτο ο τραυματισμός των ωρών Τασία – παρακαλώ έναν καφέ Θ’ ανάψω τη ζωή μου και θα κάψω τα βιβλία τι όμορφα που καίγεται η φράση σ’ α γ α π ώ αναδιπλώνεται στον εαυτό της σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της από ντροπή λίγο νερό παρακαλώ και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα κυρά μου εγώ έριξα προχθές νερό κι έσβησα τα όνειρά μου ο καφές σας κύριε
Μα ως στάθηκε στο κατώφλι καί πριν προφτάσει να βαλει κεραμίδι τήν άπαλάμη του, πισωδρόμησε τρομαγμένος: ό καπετάν Μιχάλης, καβαλάρης, πρόβαλε στο έμπα. τοϋ καφενέ. Έσκυψε, εϊδε τούς αγάδες να κάθουνται χουζουρεμένοι καί να φουμέρνουν μαχμουρλίδικα τούς ναργιλέδες, καί το αΐμα του αναρόησε στο κεφάλι του, ό κόσμος κουνήθηκε. Σπιρούνισε τη φοράδα, κι αύτη ανατίναξε το λαιμό, σήκωσε τα δυο μπροστινά της πόδια καί χίμηζε μέσα στον καφενέ. Δέν ήταν ή πρώτη της φορά, κάτεχε τα χούγια τοϋ αφεντικού της, χίμηξε μέσα στον καφενέ, κατατσάκισε μερικά σκαμνιά πού βρέθηκαν μπροστά της, αναποδογύρισε ενα τραπεζάκι, κι έπεσαν καί γίνηκαν θρύμματα τά φλιτζάνια πού βρίσκουνταν απάνω του, έφτασε ώς το τεζιάκι, δπου στέκουνταν, ομπρός στη θράκα, ό καφετζής κι βαζε κι έβγαζε τα κεφεδόμπρικα στη φωτιά, κι εκεί στάθηκε. Βρουχήθηκε ό καφενές, οί αγάδες πέταξαν πέρα τα μαρκούτσια, ανασηκώθηκαν οί πιο τολμηροί πασπάτεψαν βιαστικά τά κόκκινα ζωνάρια τους για μαχαίρι, ot γέροι άπλωσαν τα χέρια, φώναξαν: “Αε στο καλό, καπετάν Μιχάλη, μή μας βάλεις στα αίματα! Μά αυτός ήσυχος, βαρύς, έπαιζε τό βούρδουλα στον αέρα: “Οξω I “Οξω! φώναξε ‘ Θέλω να πιω τον καφέ μοναχός μου! “
Καπετάν Μιχάλης, Νίκος Καζαντζάκης
Το καφενείο, Μίλτος Σαχτούρης Καθόμουνα στο καφενείο και κοίταζα από τη βιτρίνα μια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε να κρύψει ένα τηλέφωνο μέσα στο στόμα της το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε με καταδιώκει πέταξε γύρω γύρω μου τρεις φορές ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου και μου φώναξε: —Είσαι αφελής, δεν ξέρεις τίποτε, θα σε σκοτώσω! εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε με τις καλογριές ήταν όλα τόσο άσχημα, φριχτά που άρχισα να γελάω να γελάω να γελάω είδα και τον εαυτό μου να περνάει έξω από τη βιτρίνα ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός

Σταμάτης, πίνοντας κονιὰκ στὸ κρύο τοῦ ὕπνου καφενεῖο (Δημήτρης Κοσμόπουλος, Ἀπὸ «τοῦ νεκροῦ ἀδελφοῦ», ἐκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, Αθήνα 2003, σελ. 75) Ἀπὸ ποῦ ἐρχόμουνα. Οὔτε θυμᾶμαι. Ὅμως ἀκόμη τώρα τὸ φῶς σφαγμένο, σοβάδες ὤχρας και κομμάτια. Ὡς συνήθως ἔβρεχε, χαράματα. Περπατοῦσα μόνος, σὲ πόλη, σὲ πόλη τόσο ξενὰ φιλική, πρὸς μαγαζιά κλειστὰ κι ἐρήμωση τῶν ΚΤΕΛ στῆς Καλαμάτας τὸ ποτάμι. Μπῆκα, οὔτε καὶ ξέρω πῶς, στὸ ἄδειο καφενεῖο, κι ἐκεῖ στὸ βάθος Μακρινός, μέσα στήν ὤχρα τῶν καπνῶν γκρίζος καὶ λερωμένος καθότανε Κι ὅπως ἔκανα να τρέξω. Μὲ βλέμμα πέτρινο σκληρὸ «μὴν ἔρθεις» μοῦ ἔκανε, «πές μου πρῶτα ἕνα τραγούδι» « ποιὸ θὲς μωρὲ Σταμάτη», τραύλισα, κι ἐκεῖνος σφύριξε «Ὅλα τα πουλάκια κι ἀμάν ἀμάν» κι ὅπως ἀρχίνισα πρόλαβα κι εἶδα τὸ ποτήρι του κρύσταλλο κολονάτο γεμάτο ὥς ἀπάνω μαῦρο ποτὸ αἷμα κι ὅπως ἀρχίνισα τὀν ἔφαγαν, τὸν χώνεψαν ἡ ὤχρα κι ὁ καπνός.
Όταν οι ευκάλυπτοι θροϊζουν στις αλλέες, Ανδρέας Εμπειρίκος, για τον Καρυωτάκη Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: ”Ντόρτια!… Δυάρες!…Εξάρες!…” όσοι, λέγω, σ’αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή , μέσα στο ψύχος του χειμώνος τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τι- μην τον ξεχνάτε. Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες- Πρεβέζης, Αθηνών, Πατρών- πάντα η ψυχή του θα πλανάται[...]

Κάπου εδώ, τελειώνει η ιστορία των καφενείων. Θα μπορούσαν να γραφτούν περισσότερα, αλλά δεν είναι βιβλίο. Είναι μια μικρή έρευνα, ένα αφιέρωμα στα στέκια που γεννήθηκαν από την ανάγκη, την κοινωνική, πολιτιστική, ενίοτε και ιδεολογική εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης. Στη ζωή τελικά όλα είναι Τέχνη. Ακόμα και το τι θα ψιθυρίσει ο καφετζής πάνω από το μπρίκι του καφέ που θα σερβίρει. Τι μαράζι, σεκλέτι ή χαρά θα έχει ο καφές ο γλυκόπιοτος, ο μερακλίδικος ή ο «καραβίσιος». Χαρμάνι ο καφές, χαρμάνι και οι ζωές όσων τον απόλαυσαν στα καφενεία που πέρασαν οι ώρες αυτού του κόσμου…