Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Ο Κύριλλος Λούκαρις, με το κοσμικό όνομα Κωνσταντίνος Λούκαρις, ήταν Κρητικός, γέννημα-θρέμμα του Χάνδακα.
Γεννήθηκε το 1570 σε μία πάμφτωχη οικογένεια με μητέρα πλύστρα, σύμφωνα όμως με τους ιστορικούς, η προγονική καταγωγή του ήταν βυζαντινή και κράταγε από την τελευταία δυναστεία των Παλαιολόγων. Μετά την άλωση της Πόλης το 1453, οι πρόγονοί του έφυγαν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και μετά από ένα περιπετειώδες οδοιπορικό στα βόρεια Βαλκάνια, κατέληξαν στην Κρήτη, που τα χρόνια εκείνα ονομαζόταν «μικρή Ελλάς», ενώ βρισκόταν υπό ενετική κατοχή. Το φτωχόπαιδο του Χάνδακα δούλευε κοντά σε έναν ψαρά για να βοηθάει οικονομικά την οικογένεια και συγχρόνως λάμβανε μόρφωση από τον διάσημο δάσκαλο της εποχής, τον Ρεθύμνιο Μελέτιο Βλαστό. Κατόπιν εμπλούτισε την παιδεία του με τη βοήθεια του Μάξιμου Μαργούνιου, μεγάλου λόγιου στη Βενετία, όπου ο Κύριλλος πήγε για σπουδές, σε ηλικία μόλις 15 ετών. Συνέχισε με έναν πενταετή κύκλο σπουδών στο περίφημο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (1589-1595), με τη βοήθεια πάντοτε του στενού συγγενούς του, του Ηρακλειώτη Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιου Πηγά.

Μετά το πέρας των σπουδών του, ο Κύριλλος μπήκε στον Ιερατικό κύκλο, με προτροπή του Πηγά, ο οποίος και του ανέθεσε, ως πρώτη αποστολή, την οργάνωση της αντίστασης των Ορθοδόξων της Πολωνίας κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία ήθελε να επιβληθεί δια της βίας.
Η αποστολή αυτή άνοιξε στον Λούκαρι τον ασκό του Αιόλου και της σύγκρουσης με τους Ρωμαιοκαθολικούς που τελείωσε με τη βίαιη θανάτωσή του, το 1638 σε ηλικία 68 ετών.
Υπήρξε για 19 χρόνια Πατριάρχης Αλεξανδρείας και στη συνέχεια, το 1620, εξελέγη Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, την οποία εποφθαλμιούσαν οι Ρωμαιοκαθολικοί.
Ο Λούκαρις ίδρυσε ελληνικό σχολείο και προχώρησε στην επανίδρυση της κλειστής από το 1603 Πατριαρχικής Σχολής και την εγκατάσταση τυπογραφείου, το οποίο όμως κατέστρεψαν οι Οθωμανοί έξι μήνες αργότερα, μετά από εντολή του μεγάλου βεζίρη, ο οποίος είχε δωροδοκηθεί γι΄ αυτό αδρά. Η δωροδοκία των Οθωμανικών αρχών είχε γίνει πλέον μια κανονικότητα. Ακόμη και για την εκλογή Πατριάρχη ζητούσαν «πεσκέσι» και εκλεγόταν όποιος έδινε το πιο μεγάλο.
Συχνά ανέτρεπαν Πατριάρχες για να αναδείξουν άλλους και να εισπράξουν το ανάλογο «πεσκέσι».
Ενδεικτικό του κλίματος της διαφθοράς που επικρατούσε είναι και το ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σκεπτόταν σοβαρά, στα χρόνια του Κυρίλλου Λουκάρεως, να αγοράσει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με την καταβολή ενός μεγάλου ποσού στον σουλτάνο, ώστε να διορίζει πατριάρχες πιστούς στην Αγία Έδρα.
Πώς όμως οι Τούρκοι θα πείθονταν να πουλήσουν κάτι τόσο προσοδοφόρο για αυτούς;
Ο Κύριλλος Λούκαρις ανατράπηκε τέσσερις φορές από τον οικουμενικό θρόνο και εξορίστηκε άλλες τόσες, μετά από ραδιουργίες των πρεσβευτών της Γαλλίας και της Αυστρίας, αλλά και των Ιησουϊτών, σε συνεργασία με διεφθαρμένους ορθόδοξους ιεράρχες που δρούσαν για ίδιον όφελος.
Κατασυκοφαντήθηκε ότι ήταν Καλβινιστής και κατά συνέπεια αποστάτης της Ορθοδοξίας.
Η προσπάθεια του Λούκαρι να αντισταθεί στη Ρωμαιοκαθολική καταιγίδα που άκουγε στο όνομα Ουνία, τον έκανε γνωστό σε αυτοκράτορες, βασιλείς, καγκελαρίους και θρησκευτικούς ηγέτες και διανοούμενους των βορειοευρωπαϊκών χωρών, ακόμη και στον Άγγλο βασιλιά Ιάκωβο Α΄.
Η διεθνής επιρροή του Λουκάρεως και η στήριξη που λάμβανε από τη βόρεια Ευρώπη εξόργιζε περισσότερο την Αγία Έδρα, η οποία έβλεπε τον Ηρακλειώτη Πατριάρχη ως την τρίτη απειλή μετά τον Λούθηρο και τον Καλβίνο.
Οι κατηγορίες του Παπισμού εναντίον του Λουκάρεως περί καλβινισμού γιγαντώθηκαν, όταν το 1629 δημοσιεύθηκε το έργο (του;) η «Ομολογία Πίστεως». Ένα θεολογικό κείμενο απόλυτα ταυτισμένο με τον Καλβινισμό.
Ζητήθηκε από τον Λούκαρι επανειλημμένα να το αποκηρύξει, αλλά δεν το έκανε. Δεν παραδέχθηκε όμως και ποτέ την πατρότητά του.
Αυτό προκάλεσε ισχυρή αμφιβολία για το κατά πόσο το κείμενο ήταν πράγματι δικό του ή έργο της Ρώμης για να τον ενοχοποιήσει . Διχασμένοι εμφανίζονται οι ιστορικοί στο ζήτημα αυτό.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η Ορθόδοξη εκκλησία να αποκηρύξει τον ίδιο και το έργο του διατυπώνοντας 13 αναθέματα!!!!

Η συνομωσία
Οι μηχανισμοί της Ρώμης, υπό τον πάπα Ουρβανό Η’, και σε συνεργασία με τον πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη Σμίντ και με τη γαλλική διπλωματική αντιπροσωπεία θεώρησαν ως
κατάλληλο χρόνο για το τελικό χτύπημα, την εποχή που ο νεαρός σουλτάνος Μουράτ Δ΄ και ο μεγάλος βεζίρης Μπαϊράμ πασάς απουσίαζαν σε εκστρατεία στα νοτιοανατολικά σύνορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ την ίδια εποχή είχε εκδηλωθεί επιθετική κίνηση των Κοζάκων στην Αζοφική.
Έστειλαν λοιπόν απεσταλμένους στο Ικόνιο όπου συνάντησαν τους Οθωμανούς ηγέτες.
Ο Μπαϊράμ πασάς είχε ήδη δωροδοκηθεί από τη Ρώμη, ενώ συνεπικουρούσε και ο Κύριλλος Κονταρής Ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Βεροίας ( Χαλέπιο της Συρίας) που εποφθαλμιούσε τον Οικουμενικό θρόνο.
Οι δυτικοί απεσταλμένοι συκοφάντησαν τον Λούκαρι, ότι αυτός οργάνωσε την επίθεση των Κοζάκων, καθώς είχε αγαθές σχέσεις με τους Ρώσους. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι παρασύρει σε εξέγερση το ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης και κάποιου από τα Οθωμανοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου για τη δημιουργία διπλού αντιπερισπασμού.
Τότε, ο μεγάλος βεζίρης, που ήταν ήδη συμμέτοχος στη συνωμοσία, πρότεινε στον σουλτάνο «να τελειώνει η υπόθεση με τον Λούκαρι» και εκείνος δέχθηκε την εισήγηση του συνεργάτη του και έδωσε τη διαταγή εκτέλεσης του Πατριάρχη.
Η θανάτωση
Η σουλτανική διαταγή διαβιβάστηκε στον καϊμακάμη της Κωνσταντινούπολης Μουσά πασά, ο οποίος, στις 22 Ιουνίου του 1638, έστειλε στο Πατρειαρχείο ένα πενταμελές απόσπασμα γενίτσαρων με έναν αξιωματικό που συνέλαβε τον Πατριάρχη και τον μετέφερε στις φυλακές του Νεόκαστρου, στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Πέντε μέρες μετά, στις 27 Ιουνίου, οι δεσμοφύλακές του τον επιβίβασαν σε βάρκα λέγοντάς του ότι θα τον μετέφεραν στο λιμάνι του Αγίου Στεφάνου, κι από εκεί με πλοίο θα τον οδηγούσαν στο νέο τόπο της εξορίας του. Κατά την διάρκεια όμως του ταξιδιού ο Λούκαρις αντιλήφθηκε τις πραγματικές προθέσεις τους, γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται.
Κατά μία εκδοχή, εκείνη τη στιγμή ο επικεφαλής του αποσπάσματος πέρασε από τον λαιμό του Κυρίλλου Λουκάρεως τη θηλιά και τον στραγγάλισε. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο στραγγαλισμός έγινε αφού προσάραξαν σε ερημικό σημείο της ακτής και ανάγκασαν τον Πατριάρχη να αποβιβαστεί.
Αφού έθαψαν τον νεκρό εκεί στην ερημιά κατόπιν μοιράστηκαν τα υπάρχοντά του. Την επομένη, τα ρούχα και άλλα αντικείμενα του Πατριάρχη πουλήθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης και από εκείνη την ώρα, η είδηση της θανάτωσης του Κυρίλλου μεταδόθηκε στους Έλληνες της Πόλης. Μεγάλο πλήθος Ελλήνων διαδήλωσε έξω από το γραφείο του καϊμακάμη και το Πατριαρχείο, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί ο πρώην Βεροίας Κονταρής, ζητώντας να τους δοθεί η άδεια να ενταφιάσουν τον πνευματικό ηγέτη τους με όλες τις τιμές. Οι αντίπαλοι του Λουκάρεως, φοβούμενοι ακόμη και τη σορό, έσπευσαν στο σημείο του εγκλήματος ξέθαψαν τον νεκρό και τον έριξαν στα νερά του Βοσπόρου, όπως συνήθιζαν να κάνουν για τους εκτελεσμένους από τις Οθωμανικές αρχές (το ίδιο έγινε δύο περίπου αιώνες μετά και με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄). Έλληνες όμως ψαράδες της περιοχής αναγνώρισαν το πτώμα, το περισυνέλλεξαν και το ενταφίασαν με σεβασμό στο παρακείμενο νησάκι του Αγίου Ανδρέα.
Το 1641, όταν στον Οικουμενικό θρόνο δεν βρισκόταν πια ο Κονταρής, αλλά ο Παρθένιος Α΄, φίλος του Κυρίλλου Λουκάρεως, το σεπτό σκήνωμα μεταφέρθηκε στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου όπου έγινε κανονική επικήδεια τελετή, όπως άρμοζε στον αρχηγό της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι της Θεοτόκου στη Χάλκη, και από εκεί πάλι στο Πατριαρχείο, όπου έκτοτε αναπαύεται.