Γράφει η Μαρία Σιατρίδου-Τρουλάκη
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του Γιάννη Ξανθούλη, «Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη», η αίσθηση που μένει στον αναγνώστη είναι ότι, μόλις παρακολούθησε μία μπουρλέσκ θεατρική παράσταση με απίστευτες εξωπραγματικές κωμικές καταστάσεις που σε συνδυασμό με την κοινωνική σάτιρα “αδειάζει” τον καθωσπρεπισμό και τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας όπως έχει δομηθεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Εξάλλου ο συγγραφέας με το εύστοχο και περιεκτικό εισαγωγικό του σημείωμα προϊδεάζει για το τι πρόκειται να αφηγηθεί, τοποθετώντας την ιστορία του στο χρονικό πλαίσιο της ένταξης της Ελλάδας στη Νομισματική ένωση και στην επέλαση της οπτικοακουστικής τεχνολογίας.
Η θυμηδία ξεκινά νωρίς από τον «κόντρα» τίτλο, αφού τι σχέση μπορεί να έχει η Σανγκάη με τον Πετρόκαμπο που είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου;

Ο Πετρόκαμπος είναι ένα απόμερο ορεινό χωριό, του οποίου η θέση δεν προσδιορίζεται επακριβώς στον χάρτη (Ήπειρο; Θεσσαλία;) όπου δε φυτρώνει δέντρο, παρά μόνο «αγκάθια θυμωμένα και λιθάρια ύποπτα». Και σκορπιοί, πολλοί σκορπιοί! Οι κάτοικοί του, μακριά από τον αστικό πολιτισμό, έχουν βαφτιστεί οι πιο πολλοί με το όνομα Πέτρος, ζουν τη δική τους ραστώνη με μόνα διαλείμματα την ομαδική υπνοβασία που συμβαίνει συχνά-πυκνά, όταν το βουνό Μαρμαρόγκας τρελαίνεται και μολύνει το νερό τους με διονυσιακή μέθη.
Η ζέστη αφόρητη, το κρύο επίσης, το χώμα στέρφο και μόνο ένα ρέμα λίγο έξω από το χωριό χαρίζει δροσιά, με την «υποψία νερού, ίσα για να γλεντούν τα βατράχια». Εκεί, στο «Οροσπού Ντερέ», (ναι, μεταφράστε το) είναι και το σπίτι της μαμής Σεβαστιανής που χαρίζει τη δική της «δροσιά» σε ντόπιους και περαστικούς.
Την ήρεμη μονοτονία της ζωής του χωριού σπάει ένα γράμμα που έρχεται από τη Γερμανία, με αποστολέα τον Λάκη Μπούγα, γιό της μαμής και παραλήπτη, τον Πέτρο Μακκαβαίο ή Μπαλαρίνα, μακρινό του εξάδελφο. Τίποτε δε θα ήταν περίεργο, εάν το γράμμα δεν ήταν μία διαθήκη του Μπουγά, ο οποίος δωρίζει στο χωριό του την τεράστια περιουσία του. Ούτε κι αυτό όμως θα ήταν περίεργο, εάν δεν έθετε πολύ περίεργους όρους.. Ο ένας όρος είναι να χτιστεί σύγχρονη ιατρική κλινική στην περιοχή που βρίσκεται το πατρικό του, κοντά στο ρέμα. Ο δεύτερος και πιο βασικός όρος είναι να δημιουργηθεί ένα πολιτιστικό Κέντρο-Μουσείο, αφιερωμένο στον ίδιο και στο έργο του που τον έκανε διάσημο στο εξωτερικό. Όταν ο Λάκης έφυγε από τον Πετρόκαμπο σε ηλικία 14 ετών για τη Γερμανία, έγινε ηθοποιός κινηματογράφου και κατόρθωσε να εξελιχθεί σε διάσημο σταρ ερωτικών ταινιών με το όνομα Φικιφίκας, λόγω των εξαιρετικών σωματικών… προσόντων που διέθετε. Οι ταινίες και το ταλέντο του έφτασαν μέχρι τη μακρινή Κίνα. Η πρώτη του ταινία με τίτλο «Το τρίτο πόδι του Ρήνου» όταν προβλήθηκε στη Σανγκάη ξεπέρασε τα εννέα εκατομμύρια εισιτήρια!
Όλα ως εδώ ήταν κάπως.. διαχειρίσιμα. Ο τρίτος όρος, όμως, έκανε τον εξάδελφο και τους προύχοντες του χωριού να χάσουν τον ύπνο τους. Και αυτό επειδή η επιθυμία του Φικιφίκα ήταν να τοποθετηθεί μέσα στο μουσείο που θα φέρει το όνομά του και σε ειδική προθήκη, το συντηρημένο σε φορμόλη «σάρκινο βλαστάρι» του, αφού στις διαστάσεις και στις ικανότητές του χρωστούσε την καριέρα του, τη φήμη και την αμύθητη περιουσία του. Από εκεί και μετά ξετυλίγεται ένα γαϊτανάκι από κωμικοτραγικές, αλλοπρόσαλλες καταστάσεις και συμπεριφορές των κατοίκων οι οποίοι στέκονται αμφίθυμοι μπροστά στον πακτωλό των χρημάτων που τους προσφέρεται και στο ανήθικο χρώμα της φιλανθρωπίας. Τι πειράζει εξάλλου να διαθέτει το χωριό τους ένα πορνο-μουσείο όταν θα μπορούν να έχουν ένα πλήρως εξοπλισμένο ιατρικό κέντρο;

Τα νέα διαδίδονται απ’ άκρου σ’ άκρη στο χωριό και αρχίζουν σιγά-σιγά οι χαρακτήρες να εκδηλώνονται, φανερώνοντας τις κρυφές επιθυμίες τους, τις αδυναμίες τους και τη λαχτάρα τους να ξαναδούν το χωριό τους να γίνεται κεφαλοχώρι. Μαζί όμως με τα Γερμανικά χρήματα καταφθάνουν στο χωριό και οι Γερμανοί διαχειριστές τους… Όσο για τον Μπαλαρίνα, τον μοναχικό ήρωα που «γερνά με ανάπηρα αισθήματα», μόλις έμαθε ότι ο ξάδελφός του διέπρεψε στην Κίνα, καρφίτσωσε τη Σαγκάη στον χάρτη των ονείρων του.
Ο συγγραφέας δημιούργησε ένα ευρηματικό, απολαυστικό μυθιστόρημα, με μπόλικη αριστοφανικού τύπου αθυροστομία, πλούσιο σε ευφάνταστες λέξεις, τέτοιες, που μέχρι τώρα νόμιζε κανείς ότι έχουν μόνο ηχητική υπόσταση, αλλά τώρα τις βλέπει γραμμένες, με τα μάτια δακρυσμένα από το γέλιο. Γιατί μόνο γέλιο προκαλούν ονόματα όπως Σαστιμάρας, Κακαρέντζος, Καβλότα Πορτσίνι ( η Ιταλίδα σύζυγος και παρτενέρ του σταρ), Τουπές, Φάκβεθ (τίτλος ταινίας) και πόσα ακόμα…
Ο Γιάννης Ξανθούλης, με το μοναδικό και αναγνωρίσιμο ύφος γραφής του, σκαλίζει, περιπαίζοντας αλλά και αγαπώντας, τη φλούδα που σκεπάζει τα εθνικά μας τραύματα. Η κωμωδία και ο αυτοσαρκασμός άλλωστε δεν είναι ένας ωραίος τρόπος διαχείρισης της τραγικότητάς μας;
Το βιβλίο έχει όμορφη εμφάνιση με ένα εικαστικό εξώφυλλο, δημιουργία του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος ζωγράφισε επίσης υπέροχα και στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου τον Πετρόκαμπο, όπως τον φαντάστηκε.
Απίστευτο βιβλίο! Έξυπνο! Κωμικό και υποδόρια δραματικό! Παρουσιάζει όμως την εξής δυσκολία στην ανάγνωση: Σε κάθε πρόταση, σε κάθε παράγραφο, ο αναγνώστης σταματά για να γελάσει, όχι με γέλια τριών τετάρτων, αλλά με γέλια δυνατά μέχρι δακρύων. Ένα βιβλίο γελωτοθεραπείας, φανερού συμβολισμού αλλά και κρυμμένου συλλογισμού.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα