Γράφει η Σοφία Σιγάλα
Από το 1922, στον μεγαλύτερο εκτοπισμό του ελληνισμού από τη Μικρά Ασία και ύστερα, στην Ελλάδα βρέθηκαν φύλλα από διάφορες τοποθεσίες της μεγάλης τοπογραφικά Ανατολίας. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να μην έφεραν πολλά από τις υλικές περιουσίες τους -λίγοι ήταν εκείνοι που προνόησαν πριν την καταστροφή- ήρθαν όμως εδώ με πολλά και διαφορετικά στοιχεία, πολιτιστικά και λαογραφικά. Μαζί τους έφεραν και τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς τους. Στην αρχική τους κατάσταση ήταν ένας μοναδικός τρόπος επικοινωνίας και αίσθησης της συνοχής, όντας αποκομμένοι και εκτεθειμένοι σε μια καινούρια συνθήκη. Η γλώσσα, λοιπόν, ήταν ένα από τα γνωρίσματα που τους ένωναν, αλλά, ταυτόχρονα, τους δημιούργησαν και πολλά προβλήματα στον νέο τόπο διαμονής.

Τα μικρασιατικά ιδιώματα ήταν συγκεκριμένα και η γεωγραφική τους διαίρεση περιελάμβανε μεγάλες περιοχές, με μικρές διαφοροποιήσεις. Διακρίνονται σε εκείνα των Κυδωνιών, τα Αϊβαλιώτικα, που εκτείνονται στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και έχουν επιδράσεις από την τουρκική γλώσσα, τη ρομάνικη, λόγω την Γενοβέζων κατακτητών και αποτελεί τη γλώσσα που έχει κοινά στοιχεία με τη λεσβιακή, μιας και οι κάτοικοι των περιοχών προέρχονταν από τη Λέσβο από τις αρχές του 16ου αιώνα.
Μια ακόμα μεγαλύτερη ιδωματική διάλεκτος είναι αυτή της Καππαδοκίας. Η διάλεκτος της Καππαδοκίας χωρίζεται σε πολλές υποκατηγορίες, όπως τα φαρασώτικα, τα σιλιώτικα, στην περιοχή της Σύλλης, όπου είναι και μια μοναδική διάλεκτος χωρίς επιρροές, μάλιστα θεωρούνται και τα μοναδικά που έχουν αρχαίες ρίζες, λυκαονικές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 1923, μετά την Ανταλλαγή, 37.650 Έλληνες της Καππαδοκίας, εκ των οποίων 3.000 Φαρασιώτες, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα σε διάφορα μέρη και η γλώσσα που μιλούσαν ακουγόταν ως τούρκικη, ενώ έγραφαν ελληνικά με τούρκικη γλώσσα·ήταν ένας τρόπος για να διασώσουν το ελληνικό στοιχείο στα βάθη της Ανατολίας.
Η επίσης μέχρι σήμερα σωζόμενη ιδιόλεκτος είναι η ποντιακή. Όσοι Πόντιοι σώθηκαν από τους διωγμούς, που ξεκίνησαν πρώιμα, από το 1914, κράτησαν έως και σήμερα τη διάλεκτο που χρησιμοποιούσε η πρώτη γενιά προσφύγων. Οι Πόντιοι είναι οι μοναδικοί οι οποίοι, μαθαίνουν την ποντιακή γλώσσα σε όλα τα παιδιά και συνεχίζουν να τη μιλούν μεταξύ τους.
Η μεγάλη ανάγκη των προσφύγων, έπειτα από τη σκληρή διαπίστωση πως δεν πρόκειται να επιστρέψουν στους γενέθλιους τόπους τους, ήταν πως έπρεπε να μπορέσουν να αφομοιωθούν στις κοινότητες όπου μεταφέρθηκαν προς μόνιμη εγκατάσταση. Ήταν αρκετές οι φορές που οι άνθρωποι αυτοί δεν κατάφερναν να εγκλιματιστούν εύκολα στις νέες συνθήκες και ένας από τους λόγους ήταν και η γλώσσα. Ειδικότερα οι πρόσφυγες από την Εγγύς Ανατολή και όχι από τα παράλια, είχαν πρόβλημα στην επικοινωνία. Οι περισσότεροι από αυτούς μιλούσαν γλώσσες που θύμιζαν τούρκικα στους γηγενείς, με αποτέλεσμα την αρνητική διάθεση απέναντί τους. Τα παιδιά, μετά από ένα χρονικό διάστημα, πήγαν αναγκαστικά σχολείο, αλλά με τους γονείς και το οικείο τους περιβάλλον συνέχιζαν να συνεννοούνται με τη μητρική τους γλώσσα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως και στην Τουρκία, η άσκηση βίας ήταν ο τρόπος για να ξεχάσουν τη γλώσσα τους και να ενταχθούν στη νέα πραγματικότητα. Για να καταφέρουν να βρουν δουλειές ήταν απαραίτητη προϋπόθεση να μιλούν ελληνικά. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του Μεταξά, ο πιο εύκολος και βίαιος τρόπος να σταματήσουν να μιλούν τη γλώσσα τους ήταν το ρετσινόλαδο και ο ραβδισμός. Έτσι, με τον χρόνο, ήρθε η αφομοίωση και η σταδιακή εξαφάνιση των παλιών ιδιωματισμών από την Ανατολή. Οι νέοι με μεγαλύτερη ευκολία και ακόμα μεγαλύτερη τα παιδιά που γεννιόντουσαν στην Ελλάδα. Κάποιες μικρές γλωσσικές «αποχρώσεις» μπορεί να υπάρχουν ακόμα, αλλά αποτελούν ένα γνώρισμα μνήμης πολιτιστικής παρωχημένης.

Στη Σμύρνη, υπάρχει η μεγάλη διαφοροποίηση ως προς την καθομιλουμένη. Η Σμύρνη, πριν το 1922, ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη, όπου ζούσαν και αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους πολλές εθνότητες, θρησκείες και πολιτισμοί: Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι και Δυτικοευρωπαίοι. Αυτοί οι Δυτικοευρωπαίοι, που ήταν εγκατεστημένοι μόνιμα από παλιά στην Ανατολή, είναι οι λεγόμενοι Λεβαντίνοι. Οι Λεβαντίνοι είναι εγκατεστημένοι στη Σμύρνη από τον 15ο αιώνα, λόγω των ευνοϊκών εμπορικών συνθηκών και τα προνόμια που τους χαρίζει ο σουλτάνος. Σιγά σιγά, όλοι όσοι ζουν και δραστηριοποιούνται στη Σμύρνη, από την Ολλανδία, τη Μάλτα, τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία, μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα, που είναι η ευρέως καθομιλουμένη, η οποία μπλέκεται με τις γλώσσες των Λεβαντίνων, αλλά και την τούρκικη, καθώς και τη Λαντίνο, την ισπανική γλώσσα των Εβραίων της Σμύρνης. Η ελληνική γλώσσα της Σμύρνης διαφέρει κατά πολύ από την ελληνική γλώσσα που γνωρίζουμε. Τα ελληνικά τους οι Λεβαντίνοι τα μιλούσαν μεν τέλεια, όμως, επειδή δεν πήγαιναν σε ελληνικά σχολεία, τα έγραφαν με λατινικούς χαρακτήρες, τα λεγόμενα «φραγκοχιώτικα», κάτι ανάλογο των σημερινών «greeklish». Ένας από τους κύριους λόγους της ανταλλαγής κι των δανείων της σμυρναίικης ελληνικής γλώσσας είναι το εμπόριο. Στη Σμύρνη ο εμπορικός κώδικας επικοινωνίας είναι τα ελληνικά, αλλά υπάρχει και άλλος ένας παράγοντας της διάδοσης την σμυρναίικων. Οι νταντάδες που παίρνουν στα πλούσια σπίτια τους οι Λεβαντίνοι είναι Ελληνίδες, καθώς και οι μικτοί γάμοι που λαβάνουν χώρα στην πόλη.
Η σχέση των σμυρναίικων ελληνικών με τους αλλοεθνείς κατοίκους της Σμύρνης ήταν αμφίδρομη: Όπως πολλοί ξένοι υιοθέτησαν και χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα στην καθημερινή τους ζωή, έτσι και τα σμυρναίικα υιοθέτησαν πολλές λέξεις και εκφράσεις από τις γλώσσες των διαφορετικών εθνοτήτων της Σμύρνης. Ειδικά για τα γαλλικά, αναφέρεται ότι τα σμυρναίικα είναι η ελληνική διάλεκτος με τις περισσότερες λέξεις -δάνεια από τη γλώσσα αυτή. Την ίδια στιγμή, τα σμυρναίικα επηρέασαν αντίστοιχα το λεξιλόγιο των άλλων γλωσσών της Σμύρνης, κυρίως των τουρκικών.

Παραδείγματα λεξιλογικά της σμυρναίικης γλώσσας
- baksísi / bahtsísi: χρηματικό ποσό, δώρο που δίνει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση
- bánka: η τράπεζα
- avocado: αβοκάτος, ο δικηγόρος
- kasiéris, kasiéra / kasiérisa: κασιέρης, ταμίας
- koumérki: από το βυζαντινό κόμμερκιον, φορολογία, φόρος
- parádhes: τα χρήματα, από το τουρκικό para
- Quai: η αποβάθρα, τουρκικά Kordon, παράφραση Ke (to)
- sináfi: συντεχνία
- antré: ο αντρές, η είσοδος, από το γαλλικό entrée
- látra: ελληνικά λατρεύω, συγύρισμα, τουρκικά, ev işleri.
- poltróna: από το ελληνικό πολυθρόνα
- ghlasádha: η γλασάδα, το παγωτό, από το gelato στα ιταλικά, από το glace στα γαλλικά, ο πάγος.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σμυρναίικης ελληνικής γλώσσας είναι οι πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί. Τις ιδιότητες ή τα περίεργα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, είθισται να τα προσφωνούν με λέξεις που αρμόζουν στα χαρακτηριστικά του καθενός. Ιδίως οι γυναίκες, έβρισκαν πολλές και ευφάνταστες λέξεις, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για να αποδώσουν το «χούι» ή ό, τι ήθελαν να πουν για κάποιον ή κάποια.
- ασαΐντιστη: η ασεβής
- ξαγκουσεύτρα: η παρηγορήτρα
- μπεσαλού: η έμπιστη
- αμακατζού/ης: η χαραμοφάισσα/ης, αυτός που ζει εις βάρος τον άλλων
- μερχαμετλής: αυτός που κάνει φιλανθρωπίες
- τζιτζικώλης: ο άθλιος
- πασόρα: η καμαρωτή
- τουρνεμένη: η περιποιημένη
- αγγελικάτος/η: ο όμορφος/η
- αχαμνός/η: μικροκαμωμένος/η
- τσακίστρα: η ναζιάρα
- καλαντρούσα: εκείνη που προσέχει τον άντρα της
- μουστερής, μουστερίδισσα και μουστερίνα (τουρκ. müşteri): α) πελάτης, -ισσα, αγοραστής, -τρια.
Ήκανε λωλάδες και γκεβεζελίκια με τσι μουστερίδισσες όποτες ηπερνούσε από το μαχαλά μας.
- μιντέρι, μεντέρι, μουντέρι, το (τουρκ. minder): α) χτιστός ή ξύλινος σταθερός καναπές, είδος ανάκλιντρου, ντιβάνι.
Μωρ’ συ, κάτσε ‘δωνά στο μουντεράκι, να τα πούμε κομμάτι.
- πίζουλος, πίζουλη, πίζουλο (αρχ. ελλ. επίζηλος): επισφαλής, επικίνδυνος, ευπαθής, ευαίσθητος, εύθραυστος, ασταθής, αβέβαιος, ύποπτος.
Φευγάτε αφ’ την πίζουλη την ώρα, για να ζήστε χίλιοι χρόνοι.
- βροχάρης, ο: βροχερός καιρός
Πάρε και το παρασόλι ματζί σου, γιατ’ είν’ βροχάρης σήμερα.
- ρεζιγάρω, ρεζεγάρω, ρετζεγάρω (ιταλ. rischiare): διακινδυνεύω, ρισκάρω
Ρετζεγάρεις τσι παράδες σου μ’ ευτές τσι δουλειές που αρκίνησες.
- ραχατλίδικα (επίρ.): χαλαρά, άνετα, ξένοιαστα, τεμπέλικα, ξεκούραστα
Ηκάτσανε ραχατλίδικα στο μουντεράκι, να πιούνε τον καφέ ντως και να κουσελέψουνε κομμάτι.
- ντουζντίζω, ντουστίζω, -ομαι (τουρκ. düzeltmek): α) διαμορφώνω, στολίζω, διευθετώ, τακτοποιώ
Ηντουζντίστηκε στο σοφαλίκι και δεν ήλεε να ξεκολλήσει.
- γάρμπι, γάρμπος, το (ιταλ. garbo): κομψότητα, χάρη
Μωρ’ σεις, για δέτε γάρμπος τ’ Αντρονικό!
- ασουλούπωτος, -η, -ο: κακοφτιαγμένος, ατημέλητος, άμορφος, πρόχειρος, ασιστάριστος
Δεν πααίνω έτσιδας ασουλούπωτη στο ξένο σπίτι.