Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Στις 25 Ιουλίου του 1920 ο σπουδαίος Κρητικός λογοτέχνης και θεμελιωτής του χρονογραφήματος στην Ελλάδα εγκατέλειψε τον κονδυλοφόρο του για πάντα.. Θεωρείται ως ένας ακόμη στυλοβάτης της νεοελληνικής ηθογραφικής πεζογραφίας μαζί με τον Παπαδιαμάντη και τον Καρκαβίτσα.
Τα περισσότερα κείμενά του αναφέρονται στη ζωή της Κρήτης και είναι γραμμένα σε απλή καθαρεύουσα, διανθισμένη με κρητικές ιδιωματικές λέξεις.
Τα χειρόγραφα τετράδιά του που ο ίδιος ονομάζει μαντινάδες, παροιμίες, παρατσάφαρα, αινίγματα, ιστορίες, περιέχουν πλούσιο λαογραφικό υλικό.
Ώστε να στέκουν τα βουνά θα στέκω στη φιλιά σου θα στέκω στην αγάπη σου και σένα πάλι 'ξα σου. Όντεν ανθεί η γι-αμυγδαλιά κι ο πεύκος όντε δένει κι η κοπελιά σα στολιστεί το νου τ' ανθρώπου παίρνει. Εδά ν' αργά κι εδά ν' καλά τα όξω δροσινιάζουν, χαρές σ' εκείνες τσι καρδιές που δεν αναστενάζουν. Πότες και πότες περπατώ, πότες και πότες στέκω, πότες και πότες αγλακώ και πότες πότες θέτω. Χίλια μαχαίρια και σπαθιά χάμαι στη γη στρωμένα, τσαλοπατώ τα και περνώ κι έρχομαι μετά σένα

Πολλές φορές από τα χρονογραφήματα του στις εφημερίδες δεν έλειπε το χιούμορ. Ακολουθεί απόσπασμα από δημοσίευμά του στην εφημερίδα «Εμπρός»:
Οι Νευρασθενικοί
Είσθε νευρασθενικοί; -Όχι;… Περίεργον! πολύ περίεργον! Αλλ’ ησυχάσατε, αν δεν είσθε, θα γίνετε. Θα σας κάμουν οι ιατροί. Το μέλλον ανήκει εις τους νευρασθενικούς και είνε, φαίνεται, μαθηματικώς βέβαιον ότι η γη θα καταντήση, εις μέλλον ουχί απομακρυσμένον ενδιαίτημα αποκλειστικώς νευρασθενικών. Η νευρασθένεια θα καταστή η σταθερά και γενική φυσιολογική κατάστασις των ανθρώπων, τότε δε οι ιατροί θα παύσουν να ομιλούν περί νευρασθενείας και θα διαγνώσκουν νευρασθένειαν όπου δεν θα δύνανται να διαγνώσουν τίποτε άλλο.
Εις έναν κύκλον προ τινών ημερών, κύκλον αποτελούμενον από Έλληνας και Ελληνίδας εξ’ όλων σχεδόν των μεγάλων κέντρων της Ανατολής, Αθηναίους, Αιγυπτίους, Σμυρναίους και Κωνσταντινοπολίτας, ευρεθήκαμεν όλοι νευρασθενικοί.
[…]
Τα συμπτώματα εποίκιλλον κατ’ άτομα. Κανείς δεν ανέφερε τας αυτάς ακριβώς με τους άλλους νοσηράς ανωμαλίας. Ο ένας είχε αυπνίας και ο άλλος εκοιμάτο επί δέκα συνεχείς ώρες. Ο ένας έπασχεν ανορεξίαν και ο άλλος βουλιμίαν. Κάποιος διηγήθη ότι άμα τον κατελάμβανεν ο ύπνος, αφυπνίζετο έντρομος, με την ιδέαν ότι έπαθε ημιπληγίαν. Άλλος εδήλωσε ότι κατελαμβάνετο υπό ιλλίγου άμα εβρίσκετο εν μέσω πολυανθρωπίας και άλλος ότι καθήμενος επί του τροχιοδρόμου, εις το άκρον του θρανίου, διαρκώς κατέχεται υπό μιας παρορμήσεως να πηδήση κάτω και διαρκώς φοβείται μήπως, χωρίς να το θέλη, πηδήση. Και τόσον κατέχεται υπό της ιδέας ταύτης, ώστε καθ’ όλην την ώραν είνε αφηρημένος, μη δυνάμενος να παρακολουθήση ομιλία, και σφίγγεται εις τον στύλον μέχρι αλγεινής συνθλίψεως και συνολκής των μυών του.
-Η θεραπεία σας είνε εύκολος, του παρετήρησα. Να κάθεσθε εις το μέσον του θρανίου. [……]
Δεν εγέλασε κανείς, διότι μεταξύ νευρασθενικών τίποτε δεν θεωρείται απίθανον, όσον και αν είνε αλλόκοτον, προκειμένου περί διαταράξεων της υγείας. Εις μόνο μου εψιθύρισε σοβαρώς:
-Αυτή δεν είνε πια νευρασθένεια, αλλά τρέλλα σωστή.
[…]
Εις εκείνο το οποίον συνεφώνησαν οι πλείστοι ήσαν οι μύγες.
-Δε μου λέτε βλέπετε σεις μύγες;
-Δυστυχώς ναι.
Περί τους εξ ωμολόγησαν ότι βλέπουν μύγες, δηλαδή κάτι μαύρα σημεία κινούμενα επιμόνως προ των οφθαλμών. Ήρχισαν μάλιστα να τας ζωγραφίζουν υπό μολυβδοκονδύλων επί της μαρμαρίνης τραπέζης. Αλλ’ εδώ διεφώνησαν, διότι άλλοι έβλεπον επιμήκη αντικείμενα, ως κεραίας, άλλοι δε στρογγυλά.Και ενώ οι περισσότεροι τα έβλεπον μόνον εις το φυσικόν φως, ένας ωμολόγησεν ότι τα έβλεπε και τη νύκτα εις το τεχνιτόν φως. Το τελευταίο τούτο ήτο αληθώς σοβαρό. Φαντασθήτε να βλέπη κανείς μυίας και εν καιρώ χειμώνα, ως να μην είνε αρκεταί αι ενοχλήσεις τας οποίας υφιστάμεθα εκ μέρως των κατά τας άλλας ώρας του έτους!
Αι ανωτέρω ομιλίαι έγειναν εις το Φάληρον. Όταν δε ανέβηκα εις την πλατείαν του Συντάγματος συνήντησα έναν φίλο μου, τον οποίο εθεώρουν πάντοτε ως ένα εκ των υγιεστέρων ανθρώπων. Αλλά την εσπέραν εκείνην μου εφάνη ότι η μία του παρειά ήτο πρισμένη. Μου φαίνεται σαν πρισμένο το μάγουλό σου, του είπα
-Ναι, βρε αδερφέ. Το είδες κι εσύ;
-Μήπως σου πονεί το δόντι;
-Όχι. Είνε δέκα μέρες τώρα έτσι. Επήγα σ’ ένα γιατρό και τι, νομίζεις, μου είπε; Ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν είμαι πρισμένος, αλλά μου φαίνεται, διότι έχω νευρασθένεια!
Ι. Ακτήμων (Ιωάννης Κονδυλάκης), Εφημερίδα «Εμπρός», Εν Αθήναις.
Κυριακή 24 Αυγούστου 1903

Ζωής στιγμιότυπα
Ο δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο «Σίσυφος» αναφέρει ότι ο Ιωάννης Κονδυλάκης έπαιρνε μια σύνταξη 500 δραχμών από τα Χανιά, τα οποία, αν και αρκούσαν για τον μονήρη βίο του, λόγω της κακής διαχείρισης ήδη από τις πρώτες μέρες του μήνα έμενε με ελάχιστα χρήματα.
«[…]Και τον εβλέπαμε ύστερα να περνά, κατά τη μεσημβρίαν, από το Σαντριβάνι (Χανιά) κρατών στο ένα χέρι κουλούραν, και, στο άλλο τεμάχιον τυρού. Ήταν όμως αγέρωχος, ακατάδεκτος και ουδέποτε εδέχθηκε να παρακαθίσει σε γεύμα, από τα πολυάριθμα που του προσέφεραν οι Χανιώται.
–Εγώ πάντοτε τρώω στου… Κονδυλάκη, εσυνήθιζε να λέγη».
Ήταν μόνιμος θαμώνας του ζαχαροπλαστείου Ζαχαράτου (Αθήνα). Είχε συγκεκριμένη θέση και περνούσε το χρόνο του συζητώντας ή παίζοντας πόκερ ή παρατηρώντας τις κινήσεις και τους χαρακτήρες των παρευρισκομένων, αντλώντας από αυτήν την καθημερινότητα υλικό για το χρονογράφημα της άλλης μέρας.
Ο ετοιμόλογος Κονδυλάκης δεν έχανε ευκαιρία να αποστομώνει πρόσωπα και να διακωμωδεί δύσκολες καταστάσεις της ζωής με το γνωστό βιαννίτικο χιούμορ. Εντούτοις, ακόμα κι αυτός βρήκε το δάσκαλό του… όταν επανήλθε στο χωριό του, όπου αποσύρθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εκεί τον περίμενε η συγχωριανή του Σπυριδολενιά, η οποία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Πατούχα», που όμως δεν της άρεσε. Μόλις τον είδε όρμησε πάνω του σαν μαινόμενος ταύρος ουρλιάζοντας: «Άτιμε! Γιάγυρες πάλι; Άτιμε! Με πόμπεψες! Με ‘θεσες, μωρέ, στο χαρτί!».
Η Σπυριδολενιά τον έβριζε ακόμα και όταν ψυχορραγούσε. Όταν πέθανε, ενώ οι συγχωριανοί του θρηνούσαν γύρω από το φέρετρο, η Σπυριδολενιά, «[…]ανένδοτη, κολλημένη στην πείσμονά της μνησικακίαν, εμουρμούριζε, κλώθουσα την ρόκαν: Εψόφησες; Στα κομμάθια».

Σύντομο βιογραφικό
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης, γεννήθηκε στη Βιάννο, ένα κεφαλοχώρι του νομού Ηρακλείου το 1862 και πέθανε στο δημοτικό νοσοκομείο του Ηρακλείου από ημιπληγία το 1920. Πέρα από τη βασική εκπαίδευση, δεν πρόλαβε να σπουδάσει, γιατί από το 1877 αναμίχτηκε ως εθελοντής στις διάφορες κρητικές επαναστάσεις. Το 1883 γυρίζει στην Αθήνα, τελειώνει τις γυμνασιακές του σπουδές και κατόπιν γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Υπήρξε χρονογράφος –ο διάσημος Διαβάτης– και λογοτέχνης, πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, λεξικογράφος, μεταφραστής, λάτρης της καλής ζωής και του χαρτοπαιγνίου. Ξεκίνησε ως διηγηματογράφος. Έγραψε δύο από τα πιο δημοφιλή έργα της ελληνικής γραμματείας, τον «Πατούχα» (1916) και την «Πρώτη αγάπη» (1919), καθώς και «Οι άθλιοι των Αθηνών» και «Όταν ήμουν δάσκαλος».
Ο Νιρβάνας τον αποκάλεσε «πατέρα» του ελληνικού χρονογραφήματος.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στη Κρήτη, εγκατέλειψε τη καθαρεύουσα κι έγραψε το τελευταίο του βιβλίο «Πρώτη αγάπη» στη δημοτική, όπου εκτός από υλικά ηθογραφίας χρησιμοποιεί και συμβολισμούς.
Ολόκληρο το έργο του Κονδυλάκη βρίσκεται συγκεντρωμένο στα «Απαντα», σε 4 τόμους που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1961.