Γράφει η Μαρία Σιταρίδου-Τρουλάκη
Θεωρείται κλασικό βιβλίο της ιαπωνικής λογοτεχνίας και μπορεί να χαρακτηριστεί μυθιστορηματική αυτοβιογραφία που απευθύνεται σε ενήλικες αναγνώστες. Στην Ελλάδα εκδόθηκε πρόσφατα, από τις εκδόσεις Gutenberg, σε μία όμορφη έκδοση με εικαστικό εξώφυλλο και με σύστημα γραφής πολυτονικό.
Τη μετάφραση από τα ιαπωνικά έκανε ο Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος ο οποίος έγραψε και μία κατατοπιστική εισαγωγή στην οποία αναφέρονται οι δυσκολίες της μετάφρασης, λόγω διαφοράς της ιαπωνικής σκέψης και κουλτούρας από τη δυτική. Αναφέρει επίσης και πολλά βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα – εγκατέλειψε σπουδές, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, ενδιαφέρθηκε για τον μαρξισμό και τον χριστιανισμό, συναναστράφηκε με πόρνες, εξαρτήθηκε από αλκοόλ και μορφίνη, έκανε απόπειρες αυτοκτονίας κουβαλώντας πάντα την ενοχή της προνομιακής καταγωγής του -τα οποία ευθέως παραλληλίζονται με τη ζωή και δράση του ήρωά του.
Μετά την εισαγωγή του μεταφραστή ακολουθεί ένα σημείωμα κάποιου υποτιθέμενου αφηγητή και συνεχίζουν οι προσωπικές σημειώσεις του ήρωα-συγγραφέα καθώς και ο επίλογος.
Ο αληθινός επίλογος της ζωής του συγγραφέα με την τελευταία «επιτυχημένη» απόπειρα αυτοκτονίας συνέπεσε χρονικά με την έκδοση των σημειώσεών του.
Η ιστορία της αφήγησης αφορά την οδυνηρή πορεία ενηλικίωσης του Γιόζο από την παιδική του ηλικία μέχρι του μορφινομανή ενήλικα και το κείμενο είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση με εξομολογητικό ύφος.
Ο Γιόζο από νωρίς βιώνει την αποξένωση και τη μη αποδοχή από την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να μπει πρόωρα στο φάσμα της παιδικής πρώιμης κατάθλιψης και της καχυποψίας απέναντι στους ανθρώπους. Η παιδική ανώριμη σκέψη του οδηγείται σε ένα ατέλειωτο σπιράλ αμφισβήτησης της γνησιότητας των ανθρώπων γύρω του αλλά και φοβίας, η συμπεριφορά του αλλοιώνεται -φοράει το προσωπείο της χαράς και του κωμικού- προσπαθώντας να έχει τους γύρω του ικανοποιημένους, φοβούμενος τις αντιδράσεις δυσφορίας τους. Το υπερβολικό κοινωνικό άγχος και οι φοβίες για απόρριψη τού αποστερούν την ενσυναίσθηση και την στοργική αντιμετώπιση των ανθρώπων.

Και έτσι, κρύβοντας καλά καλά όλη τη μελαγχολία και τη νευρικότητα μου, για να μη φανούν, προσποιούμενος με όλη μου τη δύναμη μία ουράνια αισιοδοξία, βαθμηδόν τελειοποιούσα τον εαυτό μου στο ρόλο του εκκεντρικού γελωτοποιού. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως οτιδήποτε ήταν καλό, αρκεί να έκανε τους ανθρώπους να γελάσουν.
Οι φράσεις και οι σκέψεις της εσωτερικής καταβύθισης με την απαραίτητη δόση υπερβολής, που αντανακλά την αυστηρή ιαπωνική κουλτούρα, συνθέτουν το προφίλ ενός δυστυχισμένου παιδιού που εξελίσσεται σε έναν ενήλικα απόκληρο της κοινωνίας.
Όπλο προστασίας αλλά και επίθεσης του Γιόζο είναι το χαμόγελο που όμως διόλου δεν τον βοηθάει στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και στον τρόπο να σχετιστεί υγιώς με άλλους ανθρώπους. Γίνεται απαξιωτικός, φοβικός, ανασφαλής, με μικρά διαλείμματα προσωπικής ευτυχίας και τρυφερότητας, για να επιστρέψει και πάλι στη γνωστή κατάσταση απελπισίας και απέχθειας για τον εαυτό του και τους άλλους.
Το κείμενο διατρέχουν αμήχανοι, αγωνιώδεις εσωτερικοί διάλογοι και στοχασμοί δίνοντας στον αναγνώστη την τέλεια απεικόνιση της μοναξιάς και τη διαδρομή της σκέψης ενός ατόμου με κατάθλιψη.
[…] Όμως εδώ ακριβώς είναι αυτό που δεν καταλαβαίνω: παρόλα αυτά εκείνοι συνεχίζουν να ζουν δίχως να αυτοκτονούν, δίχως να παραφρονούν, συνεχίζουν να συζητούν για τα πολιτικά κόμματα, δίχως να απελπίζονται, συνεχίζουν τον αγώνα της ζωής δίχως να σκύβουν το κεφάλι. Μήπως τελικά δεν υποφέρουν; Μήπως μάλλον έχουν γίνει στο έπακρο εγωιστές, βεβαιώνοντας μάλιστα ότι αυτό είναι το φυσικό, χωρίς να αμφιβάλλουν στιγμή για αυτό;
Η ζωή των ανθρώπων, είμαι σίγουρος, βρίθει από παραδείγματα ανειλικρίνειας και απιστίας που διαπράττονται ευχάριστα, αθώα και εύθυμα.
Αυτό που με τρόμαζε περισσότερο ήταν η νομιμότητα που επικρατούσε στον κόσμο. Σε αυτήν αισθάνομαι να υπάρχει κάτι απύθμενα ισχυρό. Ο μηχανισμός της είναι εντελώς ακατανόητος.
Δεν πρόκειται για ένα εύκολο ή χαρούμενο βιβλίο. Ο αναγνώστης ακροβατεί ανάμεσα στο αίσθημα του οίκτου και της αποστροφής, της συμπάθειας αλλά και της δυσφορίας, με ερωτηματικά να προκύπτουν για το πώς κάποιος που βουλιάζει στην απαξίωση, τη δειλία και τις εξαρτήσεις πλησιάζει στο υψηλό αυτό επίπεδο αυτοκριτικής και αυτοπαρατήρησης. Οι απαντήσεις δίνονται μέσα από την ανάγνωση του εξαιρετικού αυτού βιβλίου που προσωπικά το είδα σαν ένα όμορφο ταξίδι κατανόησης της ιαπωνικής λογοτεχνίας και κουλτούρας μέσα από τη δύσκολη διαδρομή της συμπάθειας ενός «καμένου» ανθρώπου.