Το τετράδιο είχε σκληρό εξώφυλλο. «Έπρεπε να έχει» μας είπαν στην τάξη, χωρίς να μας εξηγήσουν. Δεν θα συγκρατούσα τον λόγο, έτσι κι αλλιώς. Όμως κάτι το επίσημο υπήρχε στην υποχρέωση να «τηρούμε ημερολόγιο». Με ειδοποιούσε συχνά ανέσπερο φως ότι η αναπάντεχη επιστροφή από το σχολείο στο σπίτι, μετά από μια ξαφνική αργία, λόγω επιδημίας γρίπης ή θανάτου επισήμου, θα ήταν ανεπανάληπτη. Ποτέ, όμως, δεν έτρεξα ανυπόμονα σ’ αυτό το τετράδιο, όπου έπρεπε να σημειώνω μόνο τα σημαντικά της ημέρας μου. «Να μην χρησιμοποιείτε συχνά τη φράση “ουδέν το αξιόλογον”. Μόνον αν δεν σας έχει συμβεί κάτι ιδιαίτερο» μας έλεγαν. «Παρότι κάτι ενδιαφέρον υπάρχει γύρω μας, πάντα» πρόσθεταν τα άτομα με τα γυαλιά του Ιωάννη Μεταξά και τα δάχτυλα γεμάτα κιμωλία. Είκοσι πέντε σύντομα διηγήματα, με εξομολογητική διάθεση, που με ποικίλους τρόπους εστιάζουν στη σχέση μας με τον χρόνο, το παρόν ή το παρελθόν, και προσπαθούν να συλλάβουν το «έκτακτο», το «σοβαρό», ό,τι επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τη ζωή. Ιστορίες που αφηγούνται παρανοήσεις και παρεξηγήσεις, (σωστές ή λανθασμένες) εντυπώσεις, λάθη, αποτυχίες και επιτυχίες. Ιστορίες που εν τέλει μιλούν για τη «γοητεία των υποσχέσεων», των καθοριστικών αυτών δεσμεύσεων, που τις δίνουμε και τις αποζητάμε, έστω και αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Καμιά φορά στη ζωή, όπως και στην τέχνη, αρκεί απλώς να υπάρχει αληθοφάνεια.
Απόσπασμα
Γενεαλογία μνήμης
ΘΥΜΑΜΑΙ να διηγείται ο θείος πως ξαφνικά περπατώντας στο Παρίσι θυμήθηκε τον σκοτωμένο πατέρα του στον Εμφύλιο και άρχισε να κλαίει. Ο θείος μου έχει πεθάνει και εγώ θυμάμαι όταν εκείνος θυμήθηκε τον σκοτωμένο πατέρα του και έκλαψε σε έναν δρόμο στο Παρίσι. Διηγήθηκα το περιστατικό σε έναν εξάδελφό μου που κι αυτός έχει πεθάνει που το ήξερε και μάλιστα το είχε θυμίσει στον θείο μας το περιστατικό πολλά χρόνια μετά και εκείνος θυμήθηκε την ξαφνική του συγκίνηση ενώ δεν είχε κλάψει όταν έμαθε στην Αθήνα το ’47 ότι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στη Νότια Πελοπόννησο σε ένα μέρος που δεν μπορούσε να επισκεφθεί λόγω της τρομοκρατίας και έτσι ούτε ήξερε πού τον θάψανε. Θυμήθηκα και τη συγκίνηση του εξαδέλφου μου που μικρό παιδί είχε γνωρίσει τον πατέρα του θείου μας και διηγόταν περιστατικά και ήταν ο τελευταίος που έχει απομείνει στην οικογένεια που μπορούσε να διηγείται συγκινημένος περιστατικά με τον πατέρα του θείου μας.
Πρόλαβε πριν πεθάνει και έγραψε όσα θυμόταν από τον πατέρα του θείου μας που είχε γεννηθεί το 1864 και του διηγόταν όσα θυμόταν από τους οπλαρχηγούς του ’21 γέρους πια που τον έπαιζαν παιδάκι στα γόνατά τους αλλά δεν είχε προλάβει να τα καταγράψει και τα διηγόταν όλ’ αυτά στη γυναίκα του και στους γιους του μεταξύ αυτών και στον θείο που τον θυμήθηκε σε έναν δρόμο στο Παρίσι ξαφνικά και άρχισε να κλαίει, τώρα και αυτός όπως και τα αδέλφια του πεθαμένος. Τα είχε ακούσει όλ’ αυτά και ο εξάδελφός μου που μικρό παιδί είχε γνωρίσει τον πατέρα του θείου μας και διηγόταν με τη σειρά του περιστατικά που θυμόταν και συγκινήθηκε πάλι όταν του είπα για τον θείο μας στο Παρίσι που έκλαψε για τον πατέρα του και του το θύμισε και έγραψε και τις δικές του αναμνήσεις αλλά όσες θυμόταν γιατί συχνά μου έλεγε ότι δεν θυμόταν πολλά όμως όσα θυμόταν έπρεπε να τα καταγράψει αλλά εν τω μεταξύ θα μπορούσε να θυμηθεί και περισσότερα γράφοντας ή και στον ύπνο του ακόμα.