«Τη διακατέχει το δαιµόνιο της ζωής» έλεγε για εκείνη ο Αλµπέρ Καµύ, µε τον οποίο έζησε έναν έρωτα δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Εκείνη είναι η Μαρία Καζαρές, τρώει σαν λύκος, γελάει εκκωφαντικά, διαθέτει φλογερό αισθησιασµό, κοιµάται βαριά, έχει γεννηθεί και µεγαλώσει στη Γαλικία και το 1936 έρχεται ως πρόσφυγας στο Παρίσι, µαζί µε τη µητέρα της, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Πολύ γρήγορα βάζει στόχο να µάθει την ανελέητη γαλλική γλώσσα και να γίνει ηθοποιός. Τίποτα δεν τη σταµατά, ούτε η αποτυχία της στις εισαγωγικές εξετάσεις της δραµατικής σχολής ούτε οι κώδικες της παρισινής κοινωνίας. Πολύ σύντοµα το ταλέντο της θα λάµψει στον κινηµατογράφο, στα Παιδιά του Παραδείσου του Μαρσέλ Καρνέ, στις Κυρίες του δάσους της Βουλόνης του Ροµπέρ Μπρεσσόν και στον Ορφέα του Ζαν Κοκτό. Αλλά πολύ περισσότερο στο θέατρο, µε τον Ζαν Βιλάρ ως σκηνοθέτη, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Η Ανν Πλανταζενέ µάς αφηγείται την περιπέτεια µιας σπουδαίας γυναίκας και µιας µεγάλης καλλιτέχνιδας, τις µάχες της, τη δόξα, την τραγωδία…
«Υπέροχο πορτρέτο µιας ελεύθερης γυναίκας, εµπνευσµένης και ασυµβίβαστης». L’Express
Απόσπασμα
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΖΑΡΕΣ. Αυτό είναι το σπίτι της, στην οδό Βοζιράρ, αριθμός 148. Φοράει ένα μαύρο αδιάβροχο κι ένα καπελάκι, ολοκαίνουρια, με τα μακριά μαύρα μαλλιά της να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους της. Γυρίζει σπίτι της και βαδίζει με γοργό βήμα στο πεζοδρόμιο που περνάει μπροστά από το Νεκέρ, το νοσοκομείο παίδων. Πόσες φορές τη μέρα, πόσες φορές εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια, δεν ακούει αυτές τις δύο λέξεις, νο σοκομείο παίδων, που περικλείουν το κτίριο όπου μένει και που δε θα ’πρεπε να έχουν καμία σχέση, το δικό της κτίριο είναι σαν χερσόνησος που προβάλλει πάνω από το νοσοκομείο, δεν αποτελεί τμήμα του. Αυτές οι λέξεις είναι από τις πρώτες που έμαθε στα γαλλικά, όταν ο πόλεμος κι η εξορία την έδιωξαν από την Ισπανία και την οδήγησαν ως το Παρίσι, θα μπορούσαν να είναι οι λέξεις Βαλ ντε Γκρας, Βοτανικός Κήπος, Καρό ντυ Ταμπλ, τώρα ξέρει πως σ’ αυτή την πόλη υπάρχει ακόμη και μια οδός
Παραδείσου και μια άλλη που λέγεται οδός Πίστης, όμως εκείνη κατέληξε σ’ αυτή την περιφέρεια, τη 15η, το 1936, ανάμεσα σε λέξεις ξένες και σε παιδιά άρρωστα, niños enfermos, σε τούτο το μέρος του κόσμου σταμάτησε τότε κι εδώ βρίσκεται ακόμα. Μόλις τελείωσε μια μέρα φορτωμένη, άγονη και παράδοξα πιεστική, θα γράψει χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία της. Η Μαρία Καζαρές επιστρέφει από την Κρατική Ραδιοφωνία, όπου τα απογεύματα ηχογραφεί τον Μάκβεθ, μαζί με τον Αλαίν Κυνύ, στη γαλλική εκδοχή του Λουί Ζουβέ,1 καθώς και σε όλες τις γλώσσες, είναι πλέον πολύγλωσση, σήμερα όμως είχαν απεργία οι τεχνικοί και πέρασαν ώρες περιμένοντας άσκοπα στο στούντιο. Σαν λέαινα στο κλουβί, καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα. Στο τέλος τα νεύρα της έγιναν κουρέλια. Ήδη από παιδί, παραχαϊδεμένη, κακομαθημένη, με τους πάντες να την προσέχουν σαν τα μάτια τους, μια μικρή κυρία μεγαλωμένη σαν πριγκιπέσα, όχι σαν άρρωστο παιδί, η Μαρία υπέκυπτε σε εξωφρενικές κρίσεις θυμού, έχανε τον έλεγχο που μονάχα ο πατέρας της, μ’ ένα του βλέμμα, με μια του κίνηση, ήξερε να επαναφέρει, ο πατέρας της, αυτό το μεγάλο μυαλό.