Το μυθιστόρημα «Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο» είναι ανένταχτο -suis generis-, φέρει τη δική του ταυτότητα και δε συγκαταλέγεται σε κάποια από τις γνωστές θεματικές. Αφορά την απόπειρα ενός συγγραφέα να εξομολογηθεί τη γέννηση μιας ιστορίας, ενώ στη μάχη που δίνει με την πραγματικότητα και τη φαντασία λαμβάνει μέρος και ο αναγνώστης. Έτσι ο τελικός αποδέκτης ζει την «πρόβα» πριν την «πρεμιέρα» του έργου. Γοητευτικό και οικείο, μαγικό, με φόντο την ομίχλη και τις φάσεις ενός αθέατου φεγγαριού, με μία εύθραυστη ισορροπία στο παρόν και το χωρίς χρόνο παρελθόν. Το πιο κατάλληλο σκηνικό για την εξέλιξή του δε θα μπορούσε να είναι άλλο από ένα βιβλιοπωλείο που…διανυκτερεύει. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, κανένα βιβλίο δεν κοιμάται· περιμένει, αδημονεί και ανασαίνει από την πρώτη στιγμή που θα έρθει στον κόσμο.
Η ιστορία
Μια γυναίκα -δύσκολα μπορεί να καταλάβει κάποιος αν είναι αναγνώστρια ή συγγραφέας- έχει συντροφιά της ένα βιβλίο, για αρκετό χρόνο, που μετριέται με τις όψεις του φεγγαριού. Διαβάζοντας την ιστορία του «συνομιλεί» με τους ήρωες σε έναν εξομολογητικό μονόλογο υποθέσεων, αλλά, παράλληλα επεμβαίνει στην ιστορία με τις δικές της σκέψεις και παρατηρήσεις.
Η ιστορία του βιβλίου είναι παράδοξη όσο εξελίσσεται, ενώ αρχικά φαντάζει απλοϊκή: Η Θεολογία, πτυχιούχος βιβλιοθηκονόμος, είναι υπάλληλος στο «Φεγγάρι», ένα παλιό βιβλιοπωλείο σε κεντρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης, ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο Λεωνίδας. Η αγάπη και ο ρομαντισμός του τον κάνουν να πραγματοποιήσει ένα όνειρό του: Το «Φεγγάρι» είναι το μοναδικό βιβλιοπωλείο που διανυκτερεύει. Η Θεολογία, συμφωνεί να κάνει τη νυχτερινή βάρδια και ζει μια νύχτα παράδοξη, αφού όσοι την επισκέπτονται είναι πρόσωπα που της διηγούνται τη ζωή τους ή, όπως φαίνεται τελικά, μια γνωστή ιστορία που εκείνη ήδη έχει διαβάσει σε κάποιο βιβλίο…με παραλλαγές και διαφορετικά στοιχεία.
Στην πραγματικότητα τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται εκ πρώτης όψης. Οι ρόλοι που παίζουν τα πρόσωπα της ιστορίας αποσαφηνίζονται εξελικτικά, ενώ κάθε ήρωας έχει αμφίσημη υπόσταση. Ποιος είναι ο συγγραφέας και ποιος ο πρωταγωνιστής-ήρωας; Ποιος εμπνέεται και ποιος γράφει; Μια ιστορία ντυμένη στην ομίχλη μιας νύχτας σε ένα βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης και ένα φεγγάρι αθέατο, ένα μικρό αγγελάκι από τον Ισημερινό και όλα ντυμένα με το υφαντό της πραγματικότητας και του ονείρου. Η ερμηνεία πολυσήμαντη, αλλά το συμπέρασμα κοινό: ένα βιβλίο παραμένει ζωντανό όσα φεγγάρια και αν ζήσει, όσες νύχτες κι αν περάσει για να γραφτεί και να διαβαστεί.

«Μπορεί να μην το έχω διαβάσει…αλλά το έχω ζήσει»
Η Μαίρη Κόντζογλου γράφει σε μια ανάγκη να μοιραστεί τις σκέψεις της και τη διαδικασία της συγγραφής με τους αναγνώστες. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί μία σχέση αμεσότητας, οικεία και ανθρώπινη, αποδόμησης και συνάντησης δημιουργού και αναγνώστη. Το «Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο» θυμίζει μια όμορφη συζήτηση μεταξύ φίλων -θα μπορούσε άλλωστε να αποτελεί θέμα για να συζητήσει μια παρέα που αγαπάει τα βιβλία- με κρασί ή καφέ. Άνετα, ανεπιτήδευτα χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις, σχολαστικές» και χιλιοειπωμένες φράσεις που αφορούν την έμπνευση, τον χρόνο και τη δύσκολη δημιουργία ενός μυθιστορήματος. Για τους ήρωες, τους συγγραφείς και τις ιστορίες τους. Με διαφωνίες, παράλληλες σκέψεις και αντιπαραθέσεις.
Πώς θα ήταν μια μεταμεσονύχτια παρέα σε ένα βιβλιοπωλείο; Όχι σαν εκείνες που προκύπτουν μετά από μια νυχτερινή έξοδο, αλλά ύστερα από μια μεταφυσική εμπειρία που προκύπτει από την ανάγνωση ενός βιβλίου.
Σε μια τέτοια ερώτηση απαντάει το μυθιστόρημα αυτό. Από ποια εμπειρία προκύπτουν ήρωες και υποθέσεις; Η «μαγιά» μιας ιστορίας. Οι ήρωες, οι στιγμές και οι προθέσεις τους. Ένα σύνολο από ψυχογραφίες που, με ένα χαρτί και ένα μολύβι μπορούν να ταξιδέψουν σε άλλους χρόνους και τόπους. Επαναπροσδιορίζονται και αναλύονται. Περνάνε στην αιωνιότητα, καταγράφονται και μυθοποιούνται.
Περί ηρώων…
Κάποτε, σε μια συζήτηση του Μ. Καραγάτση με έναν φίλο τού ζητήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση «πώς βρίσκει ο συγγραφέας την ιστορία του και γράφει ένα πετυχημένο μυθιστόρημα». Ο Καραγάτσης τότε διηγήθηκε την ιστορία μιας παντρεμένης γυναίκας που ασφυκτιούσε μέσα στα καθορισμένα πλαίσια του γάμου της. Η γυναίκα αυτή γνωρίζεται με έναν νέο, δανδή και νεότερό της, ερωτεύεται και εγκαταλείπει τον άντρα της. Ζει τον απόλυτο έρωτα αλλά τόσο οι τυψεις όσο και ο γεμάτος δράμα χωρισμός της από τον νέο την οδηγούν στην αυτοκτονία.
Ο φίλος του γέλασε με το κοινότοπο της ιστορίας και απάντησε πως ποτέ μια τέτοια υπόθεση από φωτορομάντζο δε θα μπορούσε να γίνει λογοτεχνικό αριστούργημα. Ο Καραγάτσης τότε του απάντησε πως μόλις του είχε διηγηθεί την Άννα Καρένινα του Τολστόι….
Σύμφωνα με αυτήν την απλοϊκή υπόθεση μιας κοινής ιστορίας στον διάλογο του Καραγάτση, οι «επισκέπτες» στο «Φεγγάρι» είναι άνθρωποι που έχουν όλοι να διηγηθούν την ιστορία τους που όμως, κάθε φορά, θυμίζει την υπόθεση που πραγματεύεται ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας.
Ουσιαστικά αποδεικνύεται έτσι πως ένας συγγραφέας εμπνέεται από την αληθινή ζωή που παίρνει διαφορετική υπόσταση από το συγγραφικό πλάσιμο, από τη φαντασίωση και τον χρόνο που, παρεμβαίνοντας, οδηγεί τους ήρωες σε άλλους τόπους, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε άλλες συνθήκες.
Το Βιβλιοπωλείο της ιστορίας έτσι παίρνει μια διαφορετική υπόσταση. Αλληγορική, αποτέλεσμα μιας θαυμάσιας σκέψης: Μοιάζει με το μυαλό ενός συγγραφέα που, επηρεασμένο από την αλήθεια της πραγματικής ζωής -αρχικό ερέθισμα- και την εμπειρία της ανάγνωσης εφευρίσκει τους ήρωες του και τους διαμορφώνει. Παράλληλα είναι και το μυαλό ενός αναγνώστη, μιας και εκείνος μπορεί να ερμηνεύσει με τις δικές του σταθερές και γνώσεις μια νύχτα με ομίχλη σε ένα βιβλιοπωλείο…
Ένας μικρός πλάστης είναι ο συγγραφέας, αφού δημιουργεί ανθρώπους και ζωές, γιατί να μην είναι και ο αναγνώστης;
Σε αυτήν την ιστορία, που ίσως δεν είναι μία και μοναδική, αλλά ιστορίες η μία μέσα στην άλλη, η ισορροπία του φανταστικού με το ονειρικό είναι εύθραυστη και λεπτεπίλεπτη. Ο ονειροπόλος και ρομαντικός Λεωνίδας αναζητά μια ηρωίδα ή η Θεολογία είναι η πρωταγωνίστρια που πλάθει μια ιστορία φανταστική και ονειρική; Και η γυναίκα που διαβάζει και σκέφτεται την ιστορία που διαδραματίζεται στο «Φεγγάρι»; Τι αποκαλύπτουν οι δικές της γνώσεις και ερμηνείες; Ποια είναι η δική της ιστορία; Πώς ερμηνεύει και αναλύει τους ήρωες;

Ένα διακειμενικό συμπέρασμα
Το μυθιστόρημα που συστήνεται ξανά έπειτα από μερικά χρόνια, γνωρίζει και υπενθυμίζει σε όσους δεν το έχουν διαβάσει, αλλά και σε όσους το διάβασαν ξανά μια ιστορία μαγική, με λόγο χειμαρρώδη και φυσικό χωρίς επιτηδευμένες φράσεις, κλισέ εισαγωγές, διαλεγμένους και δοκιμασμένους διαλόγους. Μπορεί κάποιος να γελάσει όπως ακούγοντας ένα αστείο από έναν φίλο, να συγκινηθεί, σκεπτόμενος μια ιστορία που έχει ακούσει από κάποιον κοντινό του, να θυμηθεί μια σκέψη, μια εικόνα που έχει ζήσει ο ίδιος. Διακατέχεται από αυθορμητισμό και ειλικρίνεια, καλυμμένες από ευαισθησία και ανθρώπινη διακριτικότητα.
Οι ήρωες, προσεχτικά διαλεγμένοι ώστε να αποτελούν έναν μικρόκοσμο με όλους τους χαρακτήρες και τις φυσιογνωμίες που συναντάμε στην καθημερινότητα, κρύβουν μια μαγεία και μια στάλα παρελθόν, νοσταλγικότητα και συναίσθημα.
Σε ΄έναν παραλληλισμό με τους ήρωες του Λουίτζι Πιραντέλλο, εκείνους που δημιουργεί ο συγγραφέας στην θεατρική του τριλογία, «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα», «Καθένας με τον τρόπο του» και «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», η συγγραφέας δημιουργεί την αίσθηση της αμφιβολίας στη διήγηση.
Παίρνοντας ως παράδειγμα τα πρόσωπα-ήρωες, από το πρώτο έργο του Πιραντέλλο, εισβάλουν στο μυαλό του συγγραφέα και απαιτούν ο καθένας να γράψει τη δική του ιστορία. Στην πραγματικότητα τα πρόσωπα είναι δημιουργήματα του μυαλού του ίδιου και αφηγούνται την αλήθεια τους όπως ο καθένας τη νιώθει. Ο αναγνώστης όμως ζει σε μια κατάσταση αμφιβολίας. Δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το πραγματικό και το ονειρικό. Κάπου μπορεί να διαφαίνεται η ψευδαίσθηση, αλλά υπάρχει και μια διαχέουσα σιγουριά για το πραγματικό.
Η πλοκή κρύβει μια σκέψη ιδιοφυή: Εγείρει διαφωνίες και η λογική με το παράλογο έρχονται σε μια δημιουργική αντιπαράθεση. Ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το φανταστικό; Η τελική επίσκεψη προς το χάραμα, της μούσας Καλλιόπης, δημιουργεί μια νέα συνθήκη που αποκαλύπτει ή προκαλεί προβληματισμό. Το ίδιο γίνεται και με το αναπάντεχο…τέλος. Και βέβαια ο αναγνώστης καλείται να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, παίρνοντας ενεργά μέρος στην ιστορία.
Σε μια συμπερασματική σκέψη θα μπορούσε να τεθεί ένα ερώτημα που προκύπτει από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος και τη σχέση που έχουν με τον συγγραφέα. Ποια δύναμη είναι πιο δυνατή κατά τη συγγραφή μιας ιστορίας; Του δημιουργού ή του δημιουργήματός του;