Γράφει η Μαρία Σιταρίδου–Τρουλάκη Η κατάρα της Αθηνάς Μα στερνός, στο σαστισμένο πλήθος, κάπου σε μιαν άκρη, Ένας που ήσυχα κοιτάζει βουρκωμένος απ’ το δάκρυ, Μ’ άλαλο θυμό και πόνο μια αυτά πού ’κλεψαν θαμάζει, Μια σιχένεται τον κλέφτη σύψυχα κι ανατριχιάζει. Ω! που ζώντας και που σκόνη, δίχως σχώριο να γροικήση, Ν’ ακλουθιέται η αχορτασιά του η ιερόσυλη με μίση, Και η εκδίκηση ως τον τάφο και πιο πέρα, το όνομά του. Να το κυνηγά, στο πλάγι του μωρόδοξου Ηροστράτου, Και σε φύλλα λεκιασμένα και γραμμές που καίνε ας…